ἀμαλδύνω: Difference between revisions
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
(3) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμαλδύνω]] (Α)<br />(επική και ιωνική [[λέξη]])<br /><b>1.</b> [[μαλακώνω]], [[απαλύνω]], [[μετριάζω]]<br /><b>2.</b> [[συντρίβω]], [[αφανίζω]], [[καταστρέφω]]<br /><b>3.</b> [[θέτω]] [[τέρμα]] σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[ταπεινώνω]], [[υποβιβάζω]]<br /><b>5.</b> [[σπαταλώ]], [[καταξοδεύω]]<br /><b>6.</b> [[παραμελώ]], [[μεταχειρίζομαι]] άσχημα<br /><b>7.</b> [[αποκρύπτω]], [[αλλοιώνω]], [[κάνω]] [[κάτι]] αγνώριστο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ιωνικός [[ρηματικός]] τ. που απαντά [[κυρίως]] στην [[ποίηση]] με [[μεγάλη]] [[ποικιλία]] χρήσεων. Η λ. [[είναι]] γνωστή ήδη από την [[Ιλιάδα]] του Ομήρου, όπου απαντά με τη [[σημασία]] «[[καταστρέφω]], [[εξαλείφω]]». Ετυμολογικά το ρ. [[πρέπει]] να αποτελεί μετονοματικό παράγωγο. Συνήθως ανάγεται σε τ. <i>ἀμαλδὺς</i> που [[είναι]] [[αντίστοιχος]] του αρχ. ινδικού <i>mrdứ</i>- «[[λεπτός]]» και του λατ. <i>mallis</i> «[[μαλακός]], [[απαλός]]». Προβλήματα δημιουργεί η [[προέλευση]] του αρκτικού <i>ἀ</i>- της λ. στην Ελληνική. Είναι πιθανό το <i>ἀ</i>- να αντιπροσωπεύει μόρμυρο φθόγγο (<i>schwa</i>, <i>indogermanicum</i>) της αρχικής ΙΕ ρ. <i>mldu</i>-(<i>meld</i>-) «[[απαλός]], [[μαλακός]]» ή να αποτελεί μεταγενέστερη [[ανάπτυξη]] στην Ελληνική (προθετικό [[φωνήεν]]). Με την [[ίδια]] ΙΕ ρ. <i>mldu</i>- «[[απαλός]], [[μαλακός]]» συνδέονται [[επίσης]] και οι λέξεις <i>βλαδύς</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μβλαδύς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μλαδύς</i>) «[[αδύνατος]]» και [[βλαδαρός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μβλαδαρός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μλαδαρός</i>), «[[μαλακός]]», όπου το φωνηεντικό l. του αρχικού θ. αντιπροσωπεύεται ως -<i>λα</i>-. Η λ. [[είναι]] [[συγγενής]] [[επίσης]] και με τα: [[ἀμβλύς]], <i>ἀμαλὸς</i> «[[μαλακός]], [[αδύνατος]]», [[μαλθακός]], [[μαλακός]], [[μέλδομαι]] «[[λειώνω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμάνδαλος]]. | |mltxt=[[ἀμαλδύνω]] (Α)<br />(επική και ιωνική [[λέξη]])<br /><b>1.</b> [[μαλακώνω]], [[απαλύνω]], [[μετριάζω]]<br /><b>2.</b> [[συντρίβω]], [[αφανίζω]], [[καταστρέφω]]<br /><b>3.</b> [[θέτω]] [[τέρμα]] σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[ταπεινώνω]], [[υποβιβάζω]]<br /><b>5.</b> [[σπαταλώ]], [[καταξοδεύω]]<br /><b>6.</b> [[παραμελώ]], [[μεταχειρίζομαι]] άσχημα<br /><b>7.</b> [[αποκρύπτω]], [[αλλοιώνω]], [[κάνω]] [[κάτι]] αγνώριστο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ιωνικός [[ρηματικός]] τ. που απαντά [[κυρίως]] στην [[ποίηση]] με [[μεγάλη]] [[ποικιλία]] χρήσεων. Η λ. [[είναι]] γνωστή ήδη από την [[Ιλιάδα]] του Ομήρου, όπου απαντά με τη [[σημασία]] «[[καταστρέφω]], [[εξαλείφω]]». Ετυμολογικά το ρ. [[πρέπει]] να αποτελεί μετονοματικό παράγωγο. Συνήθως ανάγεται σε τ. <i>ἀμαλδὺς</i> που [[είναι]] [[αντίστοιχος]] του αρχ. ινδικού <i>mrdứ</i>- «[[λεπτός]]» και του λατ. <i>mallis</i> «[[μαλακός]], [[απαλός]]». Προβλήματα δημιουργεί η [[προέλευση]] του αρκτικού <i>ἀ</i>- της λ. στην Ελληνική. Είναι πιθανό το <i>ἀ</i>- να αντιπροσωπεύει μόρμυρο φθόγγο (<i>schwa</i>, <i>indogermanicum</i>) της αρχικής ΙΕ ρ. <i>mldu</i>-(<i>meld</i>-) «[[απαλός]], [[μαλακός]]» ή να αποτελεί μεταγενέστερη [[ανάπτυξη]] στην Ελληνική (προθετικό [[φωνήεν]]). Με την [[ίδια]] ΙΕ ρ. <i>mldu</i>- «[[απαλός]], [[μαλακός]]» συνδέονται [[επίσης]] και οι λέξεις <i>βλαδύς</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μβλαδύς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μλαδύς</i>) «[[αδύνατος]]» και [[βλαδαρός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μβλαδαρός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μλαδαρός</i>), «[[μαλακός]]», όπου το φωνηεντικό l. του αρχικού θ. αντιπροσωπεύεται ως -<i>λα</i>-. Η λ. [[είναι]] [[συγγενής]] [[επίσης]] και με τα: [[ἀμβλύς]], <i>ἀμαλὸς</i> «[[μαλακός]], [[αδύνατος]]», [[μαλθακός]], [[μαλακός]], [[μέλδομαι]] «[[λειώνω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμάνδαλος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμαλδύνω:''' [ῡ] ([[ἀμαλός]]),<br /><b class="num">1.</b> [[απαλύνω]], [[μαλακώνω]], [[εξασθενίζω]]· [[έπειτα]], [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]], [[εξαλείφω]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[δαπανώ]], [[καταναλώνω]], [[διασπαθίζω]], <i>χρήματα</i>, σε Θεόκρ. — Παθ., ὥς κεν [[τεῖχος]] ἀμαλδύνηται, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἀμαλδυνθήσομαι</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[καλύπτω]], [[μεταμφιέζω]], [[αποκρύπτω]], σε Ομηρ. Ύμν. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:44, 30 December 2018
English (LSJ)
(ἀμαλός) Ep. (not in Od.) and Ion. word, properly,
A soften, mitigate, ἐλπωρὴ ἀμαλδύνει κακότητα Q.S.1.73, cf. 13.401; but in early Ep. crush, destroy, τεῖχος ἀμαλδῦναι Il.12.18; bring low, συμφορὰ ἐσθλὸν ἀμαλδύνει B.13.3; put an end to, τὴν διὰ τοῦ ὀμφαλοῦ πνοήν Hp.Nat.Puer.17; use up, squander, χρήματα Theoc.16.59; weaken, ὀφθαλμούς Cat.Cod.Astr.2.174:—Pass., ὥς κεν . . τεῖχος ἀμαλδύνηται Il.7.463; ἀμαλδυνθήσομαι Ar.Pax380; ὄμματα ἀ. Hp.Mul. 2.201; ἀ. ἡ δίοδος τῆς γονῆς Id.Genit.2; ἀμαλδυνθεῖσα χρόνῳ περικαλλέα μορφήν AP6.18 (Jul.); neglect, waste, Democr.202. 2 metaph., conceal, disguise, εἶδος h.Cer.94, cf. A.R.1.834; efface, στίβον Id.4.112.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμαλδύνω: [ῡ], (ἀμαλός) Ἐπ. ῥῆμα (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.) = ἁπαλύνω, μαλακὸν ποιῶ, ἐξασθενίζω, ἐντεῦθεν συντρίβω, καταστρέφω, ἐξαφανίζω, ἐξαλείφω, τεῖχος ἀμαλδῦναι, Ἰλ. Μ. 18· στίβον, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 112: δαπανῶ, ἀναλίσκω, κατασπαθῶ, χρήματα, Θεόκρ. 16. 59: - Παθ. ὥς κεν... τεῖχος ἀμαλδύνηται, Ἰλ. Η. 463· ἀμαλδυνθήσομαι, Ἀριστοφ. Εἰρ. 380· ἀμαλδυνθεῖσα χρόνῳ περικαλλέα μορφήν, Ἀνθ. Π. 6. 18: παραμελῶ, κακῶς μεταχειρίζομαι, Δημόκρ. παρ’ Ὀρελλίῳ 194. 2) μεταφορ., κρύπτω, ἀποκρύπτω, μεταβάλλω, καθιστῶ ἀγνώριστον, εἶδος, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 94, πρβλ. ἀπαμαλδύνω.
French (Bailly abrégé)
f. ἀμαλδυνῶ, ao. ἠμάλδυνα, pf. inus.
Pass. f. ἀμαλδυνθήσομαι, ao. ἠμαλδύνθην, pf. inus.
I. affaiblir, supprimer;
II. p. suite :
1 détruire;
2 rendre méconnaissable, dissimuler.
Étymologie: ἀμαλός.
English (Autenrieth)
aor. inf. ἀμαλδῦναι, part. -ύνᾶς, pass. pr. subj. ἀμαλδύνηται: crush, efface, τεῖχος. (Il.)
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1aplastar, destrozar τεῖχος Il.12.18, ὑπὸ τοῦ Διὸς ἀμαλδυνθήσομαι Ar.Pax 380
•estropear εἶδος h.Cer.94, ὀφθαλμούς Cat.Cod.Astr.2.174, τίς φθόνος ἠμάλδυνε ... χαίτην; Nonn.D.18.349
•poner fin τὴν διὰ τοῦ ὀμφαλοῦ πνοήν Hp.Nat.Puer.17
•borrar στίβον A.R.4.112.
2 ocultar φόνου τέλος A.R.1.834.
3 malgastar τὰ παρέοντα Democr.B 202, χρήματα Theoc.16.59.
4 fig. deprimir, desmoralizar συμφορὰ δ' ἐσθλὸν τ' ἀμαλδύνει B.14.3.
II en v. med.-pas.
1 deshacerse, destruirse ὥς κέν τοι ... τεῖχος ἀμαλδύνηται Il.7.463.
2 estropearse ὄμματα Hp.Mul.2.201, ἡ δίοδος ἀμαλδύνεται τῆς γονῆς Hp.Genit.2, ἀμαλδυνθεῖσα χρόνῳ περικαλλέα μορφήν AP 6.18 (Iul.).
III ablandar, mitigar ἐλπωρὴ ... ἀμαλδύνει κακότητα Q.S.1.73, πάντα ... ἠμάλδυνε θεὴ Κύπρις Q.S.13.401.
• Etimología: De la raíz *melHu̯- ‘moler’, ‘machacar’, ‘blando’. C. dist. grados vocálicos y trat., encontramos en gr. μάλευρον, μύλη, μάλκη, βλάξ, βληχρός, βλαδύς, μαλακός, ἀμαλός, ἀμβλύς, βλίτον, etc. Fuera del griego lat. molo, mulier, blandus, got. mulda ‘polvo’, ai. mlāyati ‘debilitarse’, etc.
Greek Monolingual
ἀμαλδύνω (Α)
(επική και ιωνική λέξη)
1. μαλακώνω, απαλύνω, μετριάζω
2. συντρίβω, αφανίζω, καταστρέφω
3. θέτω τέρμα σε κάτι
4. ταπεινώνω, υποβιβάζω
5. σπαταλώ, καταξοδεύω
6. παραμελώ, μεταχειρίζομαι άσχημα
7. αποκρύπτω, αλλοιώνω, κάνω κάτι αγνώριστο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός ρηματικός τ. που απαντά κυρίως στην ποίηση με μεγάλη ποικιλία χρήσεων. Η λ. είναι γνωστή ήδη από την Ιλιάδα του Ομήρου, όπου απαντά με τη σημασία «καταστρέφω, εξαλείφω». Ετυμολογικά το ρ. πρέπει να αποτελεί μετονοματικό παράγωγο. Συνήθως ανάγεται σε τ. ἀμαλδὺς που είναι αντίστοιχος του αρχ. ινδικού mrdứ- «λεπτός» και του λατ. mallis «μαλακός, απαλός». Προβλήματα δημιουργεί η προέλευση του αρκτικού ἀ- της λ. στην Ελληνική. Είναι πιθανό το ἀ- να αντιπροσωπεύει μόρμυρο φθόγγο (schwa, indogermanicum) της αρχικής ΙΕ ρ. mldu-(meld-) «απαλός, μαλακός» ή να αποτελεί μεταγενέστερη ανάπτυξη στην Ελληνική (προθετικό φωνήεν). Με την ίδια ΙΕ ρ. mldu- «απαλός, μαλακός» συνδέονται επίσης και οι λέξεις βλαδύς (< μβλαδύς < μλαδύς) «αδύνατος» και βλαδαρός (< μβλαδαρός < μλαδαρός), «μαλακός», όπου το φωνηεντικό l. του αρχικού θ. αντιπροσωπεύεται ως -λα-. Η λ. είναι συγγενής επίσης και με τα: ἀμβλύς, ἀμαλὸς «μαλακός, αδύνατος», μαλθακός, μαλακός, μέλδομαι «λειώνω».
ΠΑΡ. αρχ. ἀμάνδαλος.
Greek Monotonic
ἀμαλδύνω: [ῡ] (ἀμαλός),
1. απαλύνω, μαλακώνω, εξασθενίζω· έπειτα, καταστρέφω, αφανίζω, εξαλείφω, σε Ομήρ. Ιλ.· δαπανώ, καταναλώνω, διασπαθίζω, χρήματα, σε Θεόκρ. — Παθ., ὥς κεν τεῖχος ἀμαλδύνηται, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀμαλδυνθήσομαι, σε Αριστοφ.
2. μεταφ., καλύπτω, μεταμφιέζω, αποκρύπτω, σε Ομηρ. Ύμν.