ἀναφής: Difference between revisions
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀναφής]], -ές (AM) [[αφή]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να αγγίσει, ο μη [[απτός]], [[άυλος]]<br /><b>2.</b> (για [[κρασί]]) [[άνοστος]], [[ανούσιος]]. | |mltxt=[[ἀναφής]], -ές (AM) [[αφή]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να αγγίσει, ο μη [[απτός]], [[άυλος]]<br /><b>2.</b> (για [[κρασί]]) [[άνοστος]], [[ανούσιος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀναφής:''' -ές ([[ἁφή]]), ανέγγιχτος, [[άψαυστος]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ές, (ἁφή)
A impalpable, Pl.Phdr.247c, Epicur.Ep.1p.6U., Plu.2.721c, etc.; ἀρεταί Ph.1.689. Adv. -φῶς Iamb.Myst.3.31, 5.4, Procl.in Cra.p.37 P., Dam.Pr.339. II of wine, tasteless, insipid, Plu.2.650b (al. ἀβαφής).
German (Pape)
[Seite 213] ές (ἁφή), 1) unberührbar, Plat. Phaedr 247 c; καὶ ἄσαρκοι Luc. V. H. 2, 12. – 2) der Berührung ausweichend, nachgiebig, Plut. Symp. 8, 3, 2, neben ἐπιεικής; ib. 3 neben ἀπαθής.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναφής: -ες, (ἁφή) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐγγίσῃ, Πλάτ. Φαῖδρ. 247C, Πλούτ. 2. 721C, κτλ.: - «ἀναφής· ἄψαυστος, ὁ μὴ ψηλαφώμενος» Ἡσύχ. - Ἐπίρρ. -φῶς Ἰάμβλ. κτλ.
ΙΙ. ἐπὶ οἴνου, ὁ μὴ ἔχων γεῦσιν, ἀηδής, ἀνούσιος, ἄνοστος, Πλούτ. 2. 650Β (ἄλλ. ἀβαφής).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 intangible, impalpable;
2 qui cède sous la pression, mou.
Étymologie: ἀ, ἅπτω¹.
Spanish (DGE)
-ές
I 1impalpable, intangible οὐσία Pl.Phdr.247c, Plu.2.721c, φύσις Epicur.Ep.[2] 40, S.E.M.9.223, ἀρεταί Ph.1.689, θεός Ph.2.546, Tat.Orat.4, Gr.Nyss.Eun.2.210.15, del alma, Plot.4.7.10, del Espíritu Santo, Gr.Naz.M.36.441B.
2 imperceptible, del vino diluido, degradado cuando se echa en agua, Plu.2.650b.
3 fig. no tocado o forzado οἷον ἀναφῆ τοῖς αὐτοῦ θελήμασιν ὑποφέρειν τὸν αὐχένα Cyr.Al.M.70.909D.
II adv. -ῶς sin llegar a tener contacto Iambl.Myst.3.31, 5.4, Procl.in Cra.37.2, Dam.Pr.339.
Greek Monolingual
ἀναφής, -ές (AM) αφή
1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να αγγίσει, ο μη απτός, άυλος
2. (για κρασί) άνοστος, ανούσιος.