ἀπόζω: Difference between revisions

From LSJ

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source
(5)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-έω) (Α ἀποζῶ, -άω)<br /><b>1.</b> [[κερδίζω]] τα [[προς]] το ζην, τα αναγκαία<br /><b>2.</b> ζω με πενιχρά εισοδήματα, φτωχικά.
|mltxt=(-έω) (Α ἀποζῶ, -άω)<br /><b>1.</b> [[κερδίζω]] τα [[προς]] το ζην, τα αναγκαία<br /><b>2.</b> ζω με πενιχρά εισοδήματα, φτωχικά.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀπόζω]] (Α) [[όζω]]<br /><b>1.</b> [[αναδίδω]] [[οσμή]]<br /><b>2.</b> <b>απρόσ.</b> αναδίδεται [[οσμή]].
}}
}}

Revision as of 06:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόζω Medium diacritics: ἀπόζω Low diacritics: απόζω Capitals: ΑΠΟΖΩ
Transliteration A: apózō Transliteration B: apozō Transliteration C: apozo Beta Code: a)po/zw

English (LSJ)

   A smell of something, τινός Luc.DMar.1.5, Plu.2.13f: abs., Longus4.1.    II impers., ἀπόζει τῆς Ἀραβίης there comes an odour from Arabia, Hdt.3.113, cf. Luc.Cyn.17.

German (Pape)

[Seite 302] (s. ὄζω), 1) nach etwas riechen, τινός Ibyc. 42; μύρου Rufin. 1, wie Plut. ed. lib. 18. – 2) ausduften, ἡδὺ τῆς χώρης Her. 3, 113; Sp., z. B. Luc. Cyn. 117.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόζω: μέλλ. -οζήσω, ἔχω τὴν ὀσμήν τινος, Ἴβυκ. 42, Schneidew., Πλούτ. 2. 13Ε: ἀπολ., Λογγ. 1. ΙΙ. ἀπρόσ., ἀπόζει δὲ τῆς χώρης τῆς Ἀραβίης… ἡδύ, γλυκεῖα ὀσμὴ ἔρχεται ὡς πνοὴ ἐκ τῆς χώρας τῆς Αραβίας, Ἡρόδ. 3. 313, πρβλ. Λουκ. Κυν. 17.

French (Bailly abrégé)

impf. ἄπωζον, f. ἀποζήσω;
1 exhaler une odeur : τινός de qch;
2 • impers. ἀπόζει il se dégage une odeur : τῆς χώρης HDT de la contrée.
Étymologie: ἀπό, ὄζω.

Spanish (DGE)

1 oler c. gen. κινάβρας Luc.DMar.1.5, μήλων ἢ ῥόδων Aristaenet.1.12.22
fig. τῆς νεκρᾶς τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου δυσωδίας ἀ. Gr.Nyss.Hom.in Cant.25.4
abs. oler a algo Longus 4.1, Luc.Cyn.17.
2 impers. venir un olor ἀπόζει ... τῆς Ἀραβίης θεσπέσιον ὡς ἡδύ Hdt.3.113.

Greek Monolingual

(-έω) (Α ἀποζῶ, -άω)
1. κερδίζω τα προς το ζην, τα αναγκαία
2. ζω με πενιχρά εισοδήματα, φτωχικά.

Greek Monolingual

ἀπόζω (Α) όζω
1. αναδίδω οσμή
2. απρόσ. αναδίδεται οσμή.