ἀπνεύματος: Difference between revisions
From LSJ
φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else
(5) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπνεύματος]], -ον (Α)<br />ο [[δίχως]] άνεμο ή [[ρεύμα]] από αέρα. | |mltxt=[[ἀπνεύματος]], -ον (Α)<br />ο [[δίχως]] άνεμο ή [[ρεύμα]] από αέρα. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπνεύματος:''' не обвеваемый ветрами, безветренный ([[μεσημβρία]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (πνεῦμα)
A without wind or current of air, μεσημβρία Arist.Pr.911b2, ct. Thphr.CP1.8.3.
German (Pape)
[Seite 293] (πνεῦμα), ohne Wind, Arist. probl. 15, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπνεύματος: -ον, (πνεῦμα) ὁ ἄνευ πνοῆς ἀνέμου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πνευματώδης: - εἱκότως ἂν αἱ μέσαι νύκτες καὶ ἡ μεσημβρία ἀπνεύματοι εἷεν Ἀριστ. Πρβλ. 15. 5, 5, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 8, 3, κτλ.
Spanish (DGE)
-ον
sin aire, no aireado μεσημβρία Arist.Pr.911b2, οἱ τόποι Thphr.CP 1.8.3.
Greek Monolingual
ἀπνεύματος, -ον (Α)
ο δίχως άνεμο ή ρεύμα από αέρα.
Russian (Dvoretsky)
ἀπνεύματος: не обвеваемый ветрами, безветренный (μεσημβρία Arst.).