βαρύχορδος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βαρύχορδος]], -ον (Α)<br />με βαθύ, χαμηλό ήχο. | |mltxt=[[βαρύχορδος]], -ον (Α)<br />με βαθύ, χαμηλό ήχο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βᾰρύχορδος:''' -ον ([[χορδή]]), αυτός που έχει [[βαρύ]] τόνο στις χορδές, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A deep-toned, φθόγγος AP12.187 (Strat.).
German (Pape)
[Seite 435] φθόγγος, tiefklingend, Strat. 29 (XII, 187).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύχορδος: -ον, ὁ βαρὺν τόνον ἔχων,βαρέως ἠχούσας τὰς χορδὰς ἔχων, φθόγγος Ἀνθ.Π.12.187.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux sons graves.
Étymologie: βαρύς, χορδή.
Spanish (DGE)
(βᾰρύχορδος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
de tonos graves φθόγγος AP 12.187 (Strat.).
Greek Monolingual
βαρύχορδος, -ον (Α)
με βαθύ, χαμηλό ήχο.
Greek Monotonic
βᾰρύχορδος: -ον (χορδή), αυτός που έχει βαρύ τόνο στις χορδές, σε Ανθ.