αρχαιοδίφης: Difference between revisions

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
(6)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />αυτός που ασχολείται με την [[έρευνα]] και τη [[μελέτη]] της αρχαιότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αρχαίος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δίφης</i> <span style="color: red;"><</span> [[διφώ]] «[[ερευνώ]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[γλωσσοδίφης]], [[ιστοριοδίφης]], [[φυσιοδίφης]]). Η λ. μαρτυρείται στον Δ. Πληθωνίδη].
|mltxt=ο<br />αυτός που ασχολείται με την [[έρευνα]] και τη [[μελέτη]] της αρχαιότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αρχαίος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δίφης</i> <span style="color: red;"><</span> [[διφώ]] «[[ερευνώ]]» (πρβλ. [[γλωσσοδίφης]], [[ιστοριοδίφης]], [[φυσιοδίφης]]). Η λ. μαρτυρείται στον Δ. Πληθωνίδη].
}}
}}

Latest revision as of 11:05, 23 December 2018

Greek Monolingual

ο
αυτός που ασχολείται με την έρευνα και τη μελέτη της αρχαιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -δίφης < διφώ «ερευνώ» (πρβλ. γλωσσοδίφης, ιστοριοδίφης, φυσιοδίφης). Η λ. μαρτυρείται στον Δ. Πληθωνίδη].