εἰκαστός: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εἰκαστός]], -ή, -όν (Α) [[εικάζω]]·1. αυτός που μπορεί να παραβληθεί, [[παρόμοιος]]<br /><b>2.</b> [[νοητός]], [[αντιληπτός]] με εικόνες<br /><b>3.</b> αυτός που προέρχεται από [[εικασία]].
|mltxt=[[εἰκαστός]], -ή, -όν (Α) [[εικάζω]]·1. αυτός που μπορεί να παραβληθεί, [[παρόμοιος]]<br /><b>2.</b> [[νοητός]], [[αντιληπτός]] με εικόνες<br /><b>3.</b> αυτός που προέρχεται από [[εικασία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἰκαστός:''' -ή, -όν ([[εἰκάζω]]), αυτός που μπορεί να συγκριθεί, [[παρόμοιος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">• [[εἰκαστός]]:</b> ὁ, ἡ, ([[εἴκοσι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[εικοστός]], σε Ομήρ. Οδ.· Επικ. επίσης [[ἐεικοστός]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[εἰκοστή]], <i>ἡ</i>, ο [[φόρος]] του εικοστού, Λατ. [[vicesima]], που επιβάλλονταν από τους Αθηναίους για εισαγωγές και εξαγωγές από τους συμμάχους τους αντί άλλου φόρου, σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 19:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰκαστός Medium diacritics: εἰκαστός Low diacritics: εικαστός Capitals: ΕΙΚΑΣΤΟΣ
Transliteration A: eikastós Transliteration B: eikastos Transliteration C: eikastos Beta Code: ei)kasto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A comparable, similar, S.Tr. 699.    2 apprehended through an image, opp. αἰσθητός, Ascl.in Metaph.142.10, Iamb.Comm.Math.8, Sch.Pl.R.509d.    3 conjectural, Procl.in Alc.p.23 C.

German (Pape)

[Seite 726] abgebildet, ähnlich, Soph. Tr. 699.

Greek (Liddell-Scott)

εἰκαστός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ συγκρίνῃ ἢ παραβάλῃ, παρόμοιος, Σοφ. Τρ. 699.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
comparable à, τινι.
Étymologie: adj. verb. de εἰκάζω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 comparable, semejante (τὸ κάταγμα) μορφῇ ... εἰκαστὸν ὥστε πρίονος ἐκβρώματ' ἂν βλέψειας ἐν τομῇ ξύλου (el copo de lana) (se volvió) semejante en la forma a como se pueden ver las serraduras de la sierra al cortar madera S.Tr.699, διὰ παρευρέσεως εἰκαστῆς mediante semejante pretexto, BGU 1244.26 (III a.C.).
2 conjetural, hipotético ἐν μὲν τοῖς δοξαστοῖς τῶν πραγμάτων καὶ εἰκαστοῖς Procl.in Alc.23.
3 conjetural, virtual de la percepción de sombras e imágenes en espejos, op. αἰσθητός y δοξαστός Iambl.Comm.Math.8, cf. Ascl.in Metaph.142.10, Sch.Pl.R.509dH.

Greek Monolingual

εἰκαστός, -ή, -όν (Α) εικάζω·1. αυτός που μπορεί να παραβληθεί, παρόμοιος
2. νοητός, αντιληπτός με εικόνες
3. αυτός που προέρχεται από εικασία.

Greek Monotonic

εἰκαστός: -ή, -όν (εἰκάζω), αυτός που μπορεί να συγκριθεί, παρόμοιος, σε Σοφ.
εἰκαστός: ὁ, ἡ, (εἴκοσι),
I. εικοστός, σε Ομήρ. Οδ.· Επικ. επίσης ἐεικοστός, σε Ομήρ. Ιλ.
II. εἰκοστή, , ο φόρος του εικοστού, Λατ. vicesima, που επιβάλλονταν από τους Αθηναίους για εισαγωγές και εξαγωγές από τους συμμάχους τους αντί άλλου φόρου, σε Θουκ.