δρωπακίζω: Difference between revisions
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δρωπακίζω]] (AM)<br />[[μαδώ]] τις [[τρίχες]] με αποτριχωτική [[αλοιφή]]. | |mltxt=[[δρωπακίζω]] (AM)<br />[[μαδώ]] τις [[τρίχες]] με αποτριχωτική [[αλοιφή]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δρωπᾰκίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ξεριζώνω]], [[μαδώ]] τα μαλλιά με έμπλαστρα από [[πίσσα]], κάνω [[αποτρίχωση]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 30 December 2018
English (LSJ)
A apply a depilatory, δ. μέλιτι Orib.Eup.4.7:—Med., Arr.Epict.3.22.10, Hierocl.Facet.64:—Pass., Luc.Demon.50.
German (Pape)
[Seite 670] die Haare durch aufgestrichenes Pech ausziehen; Suid.; Luc. Demon. 50. Vgl. πιττόω.
Greek (Liddell-Scott)
δρωπᾰκίζω: μαδῶ τὰς τρίχας διὰ πεπισσωμένου ἐμπλάστρου, Λουκ. Δημών. 50· δρωπᾰκισμός, ὁ, ἡ τοιαύτη τῶν τριχῶν ἀπόσπασις· μάδημα τῶν τριχῶν διὰ δρώπακος, πίττωσις Διοσκ.· δρωπᾰκιστός, ή, όν, χρησιμεύων πρὸς μάδησιν τῶν τριχῶν, ψιλωτικός, Γαλην. 12, 103.
French (Bailly abrégé)
inf. ao. Pass. δρωπακισθῆναι;
épiler en se servant de l’onguent δρῶπαξ.
Spanish (DGE)
aplicar un emplasto depilatorio o dropacismo como tratamiento médico y cosmético, depilar μέλιτι Orib.Eup.4.7.6, cf. Archig. en Gal.12.799, Phryn.384, en v. pas. Arr.Epict.3.22.10, Archig. en Gal.12.801, Luc.Demon.50
•gener. cortar, arrancar Hdn.Epim.24, Sud.
•en v. med. depilarse Hierocl.Facet.64, Phot.δ 780.
Greek Monolingual
δρωπακίζω (AM)
μαδώ τις τρίχες με αποτριχωτική αλοιφή.
Greek Monotonic
δρωπᾰκίζω: μέλ. -σω, ξεριζώνω, μαδώ τα μαλλιά με έμπλαστρα από πίσσα, κάνω αποτρίχωση, σε Λουκ.