ἐμετός: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance

Source
(11)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=emetos
|Transliteration C=emetos
|Beta Code=e)meto/s
|Beta Code=e)meto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">vomited</b>, Suid.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[vomited]], Suid.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:45, 29 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμετός Medium diacritics: ἐμετός Low diacritics: εμετός Capitals: ΕΜΕΤΟΣ
Transliteration A: emetós Transliteration B: emetos Transliteration C: emetos Beta Code: e)meto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A vomited, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμετός: ἴδε ἔμετος ἐν τέλει.

Greek Monolingual

και έμετος, ο (AM ἔμετος)
αντανακλαστικό φαινόμενο από ποικίλες αιτίες κατά το οποίο εξέρχεται από το στόμα το περιεχόμενο του στομάχου
νεοελλ.
αίσθημα αηδίας
αρχ.
τάση για εμετό, αναγούλα.