ψευδοπάρθενος: Difference between revisions
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
(47c) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br />[[ψευτοπαρθένα]] («ψευδοπαρθένου ἑταίρας», Αχιλλ. Τατ.)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψευδ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[παρθένος]]. | |mltxt=ἡ, ΜΑ<br />[[ψευτοπαρθένα]] («ψευδοπαρθένου ἑταίρας», Αχιλλ. Τατ.)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψευδ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[παρθένος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ψευδοπάρθενος:''' ἡ, αυτή που προσποιείται την [[παρθένα]], [[ψευδής]] [[παρθένα]], [[εταίρα]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A pretended maid or virgin, Hdt.4.180; as Adj., ψ. ἑταίρα Ach.Tat.8.3.
German (Pape)
[Seite 1395] ἡ, falsche, vorgebliche Jungfrau, Her. 4, 180.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδοπάρθενος: ἡ, ψευδὴς παρθένος, Ἡρόδ. 4. 180, ὡς ἐπίθ., ψ. ἐταίρα Ἀχιλλ. Τάτ. 8. 3.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
celle qui se fait passer faussement pour une jeune fille.
Étymologie: ψευδής, παρθένος.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
ψευτοπαρθένα («ψευδοπαρθένου ἑταίρας», Αχιλλ. Τατ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + παρθένος.
Greek Monotonic
ψευδοπάρθενος: ἡ, αυτή που προσποιείται την παρθένα, ψευδής παρθένα, εταίρα, σε Ηρόδ.