ἐξαίτησις: Difference between revisions
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
(12) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐξαίτησις]], η (Α) [[εξαιτώ]]<br /><b>1.</b> [[αίτηση]] παραδόσεως κάποιου για [[τιμωρία]] ή βασανιστήρια («τῆς μὲν ἐξαιτήσεως [[ἐπέσχον]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μεσολάβηση]], [[επέμβαση]]<br /><b>3.</b> [[αίτηση]] για [[ικανοποίηση]]<br /><b>4.</b> [[παράκληση]]. | |mltxt=[[ἐξαίτησις]], η (Α) [[εξαιτώ]]<br /><b>1.</b> [[αίτηση]] παραδόσεως κάποιου για [[τιμωρία]] ή βασανιστήρια («τῆς μὲν ἐξαιτήσεως [[ἐπέσχον]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μεσολάβηση]], [[επέμβαση]]<br /><b>3.</b> [[αίτηση]] για [[ικανοποίηση]]<br /><b>4.</b> [[παράκληση]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐξαίτησις:''' -εως, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[απαίτηση]] κάποιου για [[τιμωρία]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[μεσολάβηση]], [[μεσιτεία]], στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:56, 30 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A demanding one for punishment or torture, D.49.55, IG22.457b19 (iv B. C.), Inscr.Prien.121.26 (i B. C.). II intercession, ἡ τῶν φίλων ἐ. D.59.117. III demand for satisfaction, D.S.8 Fr.25. IV petition, prayer, PMag.Par.1.434.
German (Pape)
[Seite 865] ἡ, das Herausfordern, – a) die Forderung der Auslieferung, Dem. 49, 55. – b) die Fürbitte um Freisprechung, Dem. 59, 117.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαίτησις: -εως, ἡ, τὸ ἀπαιτεῖν τινα πρὸς τιμωρίαν ἢ βάσανον, Δημ. 1200. 27. ΙΙ. = παραίτησις, παράκλησις, μεσιτεία, ὁ αὐτὸς 1385. 9.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 instance judiciaire, poursuite, réclamation;
2 intercession.
Étymologie: ἐξαιτέω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 reclamación, exigenciapara que alguien sea castigado o entregado, D.49.55, IG 22.457b.19, IPr.121.26 (I a.C.), D.C.55.9, Iambl.VP 133, Lib.Decl.23.5
•demanda, reivindicación οἱ ... πρεσβευταὶ κατὰ τὴν ἐξαίτησιν ἀπόκρισιν ἔλαβον D.S.8.25.
2 petición, plegaria, súplica c. gen. subjet. ἡ τῶν φίλων ἐ. ὠφέλησεν αὐτόν D.59.117, c. gen. obj. τῆς πράξεως PMag.4.434, ἡ τῶν ἀγαθῶν ἐ. Cyr.Al.M.77.1269B, ἐ. πρὸς Ἥλιον PMag.4.1290, cf. Ath.Al.M.28.1552B.
Greek Monolingual
ἐξαίτησις, η (Α) εξαιτώ
1. αίτηση παραδόσεως κάποιου για τιμωρία ή βασανιστήρια («τῆς μὲν ἐξαιτήσεως ἐπέσχον», Δημοσθ.)
2. μεσολάβηση, επέμβαση
3. αίτηση για ικανοποίηση
4. παράκληση.
Greek Monotonic
ἐξαίτησις: -εως, ἡ,
I. απαίτηση κάποιου για τιμωρία, σε Δημ.
II. μεσολάβηση, μεσιτεία, στον ίδ.