ενθάδε: Difference between revisions

From LSJ

ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils

Source
(12)
 
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐνθάδε]])<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> (για [[στάση]] σε [[τόπο]]) εδώ, σ' αυτόν τον [[τόπο]] (α. «ἅπαντες γὰρ ἐσμεν [[ἐνθάδε]]», ΚΔ<br />β. «[[ενθάδε]] κείται ο [[τάδε]]», <b>επιγρ.</b> τάφων)<br /><b>2.</b> (για [[κίνηση]]) [[προς]] αυτό εδώ το [[μέρος]] («φώνησον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλθέ [[ἐνθάδε]]», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σ' αυτόν εδώ τον κόσμο, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον Άδη («γίγνεται αὐτοῑς ἡ [[ὠφέλεια]] καὶ [[ἐνθάδε]] καὶ ἐν Ἅιδου», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> οι κάτοικοι αυτής της χώρας<br /><b>3.</b> (για καταστάσεις, περιστάσεις) σ' αυτό το [[σημείο]], σε αυτόν τον βαθμό, σ' αυτή την [[περίσταση]]<br /><b>4.</b> (για χρόνο) [[τώρα]], στο [[παρόν]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> <i>οἱ [[ἐνθάδε]]<br />οι ζωντανοί (α. «[[ἐνθάδε]] [[λεώς]]» ή <i>οἱ [[ἐνθάδε]]<br />ο [[λαός]] [[αυτού]] του τόπου)<br />β. <i>τά [[ἐνθάδε]]<br />η [[κατάσταση]] τών πραγμάτων σε αυτό το [[σημείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ένθα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δε</i>].
|mltxt=(AM [[ἐνθάδε]])<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> (για [[στάση]] σε [[τόπο]]) εδώ, σ' αυτόν τον [[τόπο]] (α. «ἅπαντες γὰρ ἐσμεν [[ἐνθάδε]]», ΚΔ<br />β. «[[ενθάδε]] κείται ο [[τάδε]]», <b>επιγρ.</b> τάφων)<br /><b>2.</b> (για [[κίνηση]]) [[προς]] αυτό εδώ το [[μέρος]] («φώνησον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλθέ [[ἐνθάδε]]», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σ' αυτόν εδώ τον κόσμο, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον Άδη («γίγνεται αὐτοῖς ἡ [[ὠφέλεια]] καὶ [[ἐνθάδε]] καὶ ἐν Ἅιδου», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> οι κάτοικοι αυτής της χώρας<br /><b>3.</b> (για καταστάσεις, περιστάσεις) σ' αυτό το [[σημείο]], σε αυτόν τον βαθμό, σ' αυτή την [[περίσταση]]<br /><b>4.</b> (για χρόνο) [[τώρα]], στο [[παρόν]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> <i>οἱ [[ἐνθάδε]]<br />οι ζωντανοί (α. «[[ἐνθάδε]] [[λεώς]]» ή <i>οἱ [[ἐνθάδε]]<br />ο [[λαός]] [[αυτού]] του τόπου)<br />β. <i>τά [[ἐνθάδε]]<br />η [[κατάσταση]] τών πραγμάτων σε αυτό το [[σημείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ένθα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δε</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:25, 28 March 2021

Greek Monolingual

(AM ἐνθάδε)
επίρρ.
1. (για στάση σε τόπο) εδώ, σ' αυτόν τον τόπο (α. «ἅπαντες γὰρ ἐσμεν ἐνθάδε», ΚΔ
β. «ενθάδε κείται ο τάδε», επιγρ. τάφων)
2. (για κίνηση) προς αυτό εδώ το μέρος («φώνησον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλθέ ἐνθάδε», ΚΔ)
αρχ.
1. σ' αυτόν εδώ τον κόσμο, σε αντιδιαστολή προς τον Άδη («γίγνεται αὐτοῖς ἡ ὠφέλεια καὶ ἐνθάδε καὶ ἐν Ἅιδου», Πλάτ.)
2. οι κάτοικοι αυτής της χώρας
3. (για καταστάσεις, περιστάσεις) σ' αυτό το σημείο, σε αυτόν τον βαθμό, σ' αυτή την περίσταση
4. (για χρόνο) τώρα, στο παρόν
5. φρ. οἱ ἐνθάδε
οι ζωντανοί (α. «ἐνθάδε λεώς» ή οἱ ἐνθάδε
ο λαός αυτού του τόπου)
β. τά ἐνθάδε
η κατάσταση τών πραγμάτων σε αυτό το σημείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ένθα + -δε].