ἐνέργημα: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(12)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἐνέργημα]])<br /><b>1.</b> [[έργο]], [[πράξη]]<br /><b>2.</b> ο πραγματοποιημένος [[σκοπός]].
|mltxt=το (AM [[ἐνέργημα]])<br /><b>1.</b> [[έργο]], [[πράξη]]<br /><b>2.</b> ο πραγματοποιημένος [[σκοπός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνέργημα:''' ατος τό дело, действие, деяние Polyb., Diod., Sext., NT.
}}
}}

Revision as of 20:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνέργημα Medium diacritics: ἐνέργημα Low diacritics: ενέργημα Capitals: ΕΝΕΡΓΗΜΑ
Transliteration A: enérgēma Transliteration B: energēma Transliteration C: energima Beta Code: e)ne/rghma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A action, activity, operation, Plb. 4.8.7, D.S.4.51 (of the labours of Heracles), Ph.1.213, M.Ant.4.2, Procl.Inst.158, al.: pl., φύσεων Iamb.Myst.4.13; opp. πάθος, Stoic. 2.59, cf. 3.134, Chrysipp.ib.2.295.    2 realized object, [νοῦς] αὑτοῦ ἐ. Plot.6.8.16, cf.6.9.2.    3 dub. for ἐνάργημα, Epicur.Ep.1p.4U.; τὸ κατὰ φιλοσοφίαν ἐ. Metrod.Herc.831.8, cf.Phld.Po.2.68.

German (Pape)

[Seite 838] τό, das Bewirkte, die That; Pol. 4, 8, 7; τὰ περὶ τὰς πράξεις ἐνεργήματα 2, 42, 7; a. Sp., wie D. Sic. 4, 51.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνέργημα: τό, τὸ ἐνεργηθέν, ἡ ἐνέργεια, Πολύβ. 4. 8, 7, Διόδ. 4. 51.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I 1acto τὸ συνεχὲς ἐ. ἐν φυσιολογίᾳ Epicur.Ep.[2] 37, cf. Metrod.(?) Herc.831.8.8, Chrysipp.Stoic.2.295, ἐν τοῖς διαφέρουσι τῶν ἐνεργημάτων en actos diferentes Plb.4.8.7, διανοίας ἐ. καὶ κίνησις ἀόρατος Aristeas 156, cf. D.L.5.29, γίνεται ... ἐκ φρονήσεως τὸ φρονεῖν ... καὶ ἀφ' ἑκάστης τῶν ἄλλων τὸ κατ' αὐτὴν ἐ. Ph.1.213, op. παθήματα Gal.7.52, Plu.Pars.An.5, cf. S.E.P.2.47, ψυχικὸν ... ἐ. καὶ οὐ φυσικόν Gal.19.170, τὰ τῶν φύσεων ἐνεργήματα Iambl.Myst.4.13, cf. A.D.Adu.204.14, Longin.39.3, μηδὲν ἐ. εἰκῇ ... ἐνεργείσθω M.Ant.4.2, Vett.Val.252.12, (ὁ δώριος τόνος) πρὸς τὰ βαρύτερα τῆς φωνῆς ἐνεργήματα χρήσιμος Aristid.Quint.23.2.
2 realización, puesta en práctica de una decisión τὸ γὰρ ἀντιστρατεύεσθαι καὶ αἰχμαλωτίζειν ... προαιρέσεώς ἐστιν ἐνεργήματα Gr.Nyss.Apoll.212.28
fil. acto, realización en acto νοῦς δὲ ἐ.· ὥστε ἐ. αὐτός el Uno, Plot.6.8.16, cf. 9.2.
3 suceso, acontecimiento τῶν δ' ἐνεργημάτων ὑπὲρ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν φανέντων de los actos de Medea, Dionys.Scyt.36.62, τὰ συμβαίνοντά σοι ἐνεργήματα Ep.Barn.19.6c.
4 función τοῦ ... ἀναγωγοῦ τὸ ἐ. la función de la (causa) elevativa Procl.Inst.158.
II de tipo sobrenatural
1 poder, acto de tipo divino o mágico ἐνεργήματα δυνάμεων poderes milagrosos 1Ep.Cor.12.10, cf. A.Io.Oxy.34, τὰ θεῖα ἐνεργήματα Clem.Al.Strom.6.16.137, cf. Origenes Io.20.36 (p.376.35), Const.App.2.43.3, Cyr.Al.Inc.Unigen.713a, ἔχεις τὴν τελετὴν τοῦ μεγίστου καὶ θείου ἐνεργήματος PMag.12.317, cf. 1.194.
2 astrol. poder de acción, influjo ἡ ἐν τοῖς ἐνεργήμασι σύγκρασις Ptol.Tetr.2.9.19.

English (Strong)

from ἐνεργέω; an effect: operation, working.

English (Thayer)

ἐνεργητος, τό (ἐνεργέω), thing wrought; effect, operation: plural (R. V. workings), δυνάμεων, ibid. 10. (Polybius, Diodorus, Antoninus (others).)

Greek Monolingual

το (AM ἐνέργημα)
1. έργο, πράξη
2. ο πραγματοποιημένος σκοπός.

Russian (Dvoretsky)

ἐνέργημα: ατος τό дело, действие, деяние Polyb., Diod., Sext., NT.