αγέλαστος: Difference between revisions
From LSJ
εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
(1) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀγέλαστος]] -ον) [[γελῶ]]<br />αυτός που δεν γελάει, [[σκυθρωπός]], [[σοβαρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα και καταστάσεις) αυτός που δεν προκαλεί το [[γέλιο]], αυτός με τον οποίο δεν γελάει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν «γελιέται», δεν εξαπατάται<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀγέλαστος]] -ον) [[γελῶ]]<br />αυτός που δεν γελάει, [[σκυθρωπός]], [[σοβαρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα και καταστάσεις) αυτός που δεν προκαλεί το [[γέλιο]], αυτός με τον οποίο δεν γελάει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν «γελιέται», δεν εξαπατάται<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[αγέλαστος]]<br />ομαδικό παιδικό [[παιχνίδι]], [[κατά]] το οποίο οι παίκτες κοιτάζονται [[μεταξύ]] τους και προσπαθούν με αστείους μορφασμούς να προκαλέσουν το [[γέλιο]] τών άλλων, [[χωρίς]] να γελούν οι ίδιοι<br />αυτός που μπορεί να συγκρατηθεί θεωρείται [[νικητής]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός με τον οποίο δεν μπορεί [[κανείς]] να γελάσει, ο [[σοβαρός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:15, 14 January 2019
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀγέλαστος -ον) γελῶ
αυτός που δεν γελάει, σκυθρωπός, σοβαρός
νεοελλ.
1. (για πράγματα και καταστάσεις) αυτός που δεν προκαλεί το γέλιο, αυτός με τον οποίο δεν γελάει κανείς
2. αυτός που δεν «γελιέται», δεν εξαπατάται
3. το αρσ. ως ουσ. ο αγέλαστος
ομαδικό παιδικό παιχνίδι, κατά το οποίο οι παίκτες κοιτάζονται μεταξύ τους και προσπαθούν με αστείους μορφασμούς να προκαλέσουν το γέλιο τών άλλων, χωρίς να γελούν οι ίδιοι
αυτός που μπορεί να συγκρατηθεί θεωρείται νικητής
αρχ.
αυτός με τον οποίο δεν μπορεί κανείς να γελάσει, ο σοβαρός.