αγροβότης: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο και δωρ. ἀγροβότας (Α)<br />αυτός που τρέφεται ή κατοικεί στους αγρούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγρός]] <span style="color: red;">+</span> [[βότης]] <span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]].
|mltxt=ο και δωρ. ἀγροβότας (Α)<br />αυτός που τρέφεται ή κατοικεί στους αγρούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγρός]] <span style="color: red;">+</span> [[βότης]] <span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]].
}}
}}

Latest revision as of 22:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο και δωρ. ἀγροβότας (Α)
αυτός που τρέφεται ή κατοικεί στους αγρούς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγρός + βότης < βόσκω.