άδεια: Difference between revisions

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
(1)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄδεια]], η (Μ) [[ἀδεής]] (ΙΙ)] [[αφθονία]].———————— <b>(II)</b><br />η (Α [[ἄδεια]]) (Ν και αδειά)<br /><b>1.</b> [[παροχή]] ελευθερίας σε κάποιον να κάνει ή να πει [[κάτι]], [[συγκατάθεση]], [[συναίνεση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ποιητική [[άδεια]]», φραστική [[παρέκκλιση]] του ποιητικού λόγου από τα καθιερωμένα στον πεζό λόγο, η οποία επιτρέπεται στους ποιητές λόγω μετρικής ή άλλης ανάγκης (στα νεοελλ. [[συνήθως]] στη φρ. «ποιητική αδεία»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ευχέρεια]] χρόνου, [[διαθέσιμος]] [[χρόνος]], [[ευκαιρία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παροχή]] δικαιώματος σε κάποιον για την [[εκτέλεση]] ή μη [[εκτέλεση]] μιας πράξης από την [[εκάστοτε]] αρμόδια [[αρχή]]<br /><b>2.</b> το [[έγγραφο]] με το οποίο χορηγείται αυτό το [[δικαίωμα]]<br /><b>3.</b> [[δικαίωμα]] απουσίας<br /><b>4.</b> [[κενός]] [[χώρος]], [[ευρυχωρία]], «[[άπλα]]»<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[άνεση]], [[ευκολία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] φόβου, [[απελευθέρωση]] από τον φόβο, [[αφοβία]]<br /><b>2.</b> [[ασφάλεια]], [[σιγουριά]]<br /><b>3.</b> [[αμνηστία]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ἄδεια]] γῆς», [[ασφαλής]] [[κατοικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀδεής]]. Ενδιαφέρουσα [[είναι]] η σημασιολογική [[εξέλιξη]] της λ. από την (αρχική-ετυμολογική) [[σημασία]] «[[αφοβία]], [[έλλειψη]] φόβου —[[ασφάλεια]], [[σιγουριά]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀδεὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[δέος]] «[[φόβος]]») στη νεώτερη [[σημασία]] της άδειας, δηλ. στη σημ. του «επιτρεπόμενου, της παροχής ορισμένου δικαιώματος (ενεργείας, χρήσεως, απουσίας <b>κ.λπ.</b>)». Η [[εξέλιξη]] αυτή, που [[είναι]] ήδη αρχαία, σημειώνει το [[πέρασμα]] της γενικής σημ. τών λέξεων της οικογένειας τών [[δείδω]], [[δέος]], <i>ἀδεὴς</i> κ.λπ. από τον χώρο του συναισθήματος («[[φόβος]]») σε μια αντικειμενικότερη, πιο συγκεκριμένη [[έννοια]] ([[εξασφάλιση]] δικαιώματος για συγκεκριμένη [[ενέργεια]]), [[εξέλιξη]] που δεν [[είναι]] άσχετη με την παλιότερη αρχαία [[χρήση]] της λέξεως στη δικανική [[γλώσσα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[αδειάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αδειούχος]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄδεια]], η (Μ) [[ἀδεής]] (ΙΙ)] [[αφθονία]].<br /><b>(II)</b><br />η (Α [[ἄδεια]]) (Ν και αδειά)<br /><b>1.</b> [[παροχή]] ελευθερίας σε κάποιον να κάνει ή να πει [[κάτι]], [[συγκατάθεση]], [[συναίνεση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ποιητική [[άδεια]]», φραστική [[παρέκκλιση]] του ποιητικού λόγου από τα καθιερωμένα στον πεζό λόγο, η οποία επιτρέπεται στους ποιητές λόγω μετρικής ή άλλης ανάγκης (στα νεοελλ. [[συνήθως]] στη φρ. «ποιητική αδεία»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ευχέρεια]] χρόνου, [[διαθέσιμος]] [[χρόνος]], [[ευκαιρία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παροχή]] δικαιώματος σε κάποιον για την [[εκτέλεση]] ή μη [[εκτέλεση]] μιας πράξης από την [[εκάστοτε]] αρμόδια [[αρχή]]<br /><b>2.</b> το [[έγγραφο]] με το οποίο χορηγείται αυτό το [[δικαίωμα]]<br /><b>3.</b> [[δικαίωμα]] απουσίας<br /><b>4.</b> [[κενός]] [[χώρος]], [[ευρυχωρία]], «[[άπλα]]»<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[άνεση]], [[ευκολία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] φόβου, [[απελευθέρωση]] από τον φόβο, [[αφοβία]]<br /><b>2.</b> [[ασφάλεια]], [[σιγουριά]]<br /><b>3.</b> [[αμνηστία]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ἄδεια]] γῆς», [[ασφαλής]] [[κατοικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀδεής]]. Ενδιαφέρουσα [[είναι]] η σημασιολογική [[εξέλιξη]] της λ. από την (αρχική-ετυμολογική) [[σημασία]] «[[αφοβία]], [[έλλειψη]] φόβου —[[ασφάλεια]], [[σιγουριά]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀδεὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[δέος]] «[[φόβος]]») στη νεώτερη [[σημασία]] της άδειας, δηλ. στη σημ. του «επιτρεπόμενου, της παροχής ορισμένου δικαιώματος (ενεργείας, χρήσεως, απουσίας <b>κ.λπ.</b>)». Η [[εξέλιξη]] αυτή, που [[είναι]] ήδη αρχαία, σημειώνει το [[πέρασμα]] της γενικής σημ. τών λέξεων της οικογένειας τών [[δείδω]], [[δέος]], <i>ἀδεὴς</i> κ.λπ. από τον χώρο του συναισθήματος («[[φόβος]]») σε μια αντικειμενικότερη, πιο συγκεκριμένη [[έννοια]] ([[εξασφάλιση]] δικαιώματος για συγκεκριμένη [[ενέργεια]]), [[εξέλιξη]] που δεν [[είναι]] άσχετη με την παλιότερη αρχαία [[χρήση]] της λέξεως στη δικανική [[γλώσσα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[αδειάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αδειούχος]]].
}}
}}

Revision as of 13:05, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
ἄδεια, η (Μ) ἀδεής (ΙΙ)] αφθονία.
(II)
η (Α ἄδεια) (Ν και αδειά)
1. παροχή ελευθερίας σε κάποιον να κάνει ή να πει κάτι, συγκατάθεση, συναίνεση
2. φρ. «ποιητική άδεια», φραστική παρέκκλιση του ποιητικού λόγου από τα καθιερωμένα στον πεζό λόγο, η οποία επιτρέπεται στους ποιητές λόγω μετρικής ή άλλης ανάγκης (στα νεοελλ. συνήθως στη φρ. «ποιητική αδεία»)
μσν.- νεοελλ.
ευχέρεια χρόνου, διαθέσιμος χρόνος, ευκαιρία
νεοελλ.
1. παροχή δικαιώματος σε κάποιον για την εκτέλεση ή μη εκτέλεση μιας πράξης από την εκάστοτε αρμόδια αρχή
2. το έγγραφο με το οποίο χορηγείται αυτό το δικαίωμα
3. δικαίωμα απουσίας
4. κενός χώρος, ευρυχωρία, «άπλα»
αρχ.-μσν.
άνεση, ευκολία
αρχ.
1. έλλειψη φόβου, απελευθέρωση από τον φόβο, αφοβία
2. ασφάλεια, σιγουριά
3. αμνηστία
4. φρ. «ἄδεια γῆς», ασφαλής κατοικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδεής. Ενδιαφέρουσα είναι η σημασιολογική εξέλιξη της λ. από την (αρχική-ετυμολογική) σημασία «αφοβία, έλλειψη φόβου —ασφάλεια, σιγουριά» (< ἀδεὴς < δέος «φόβος») στη νεώτερη σημασία της άδειας, δηλ. στη σημ. του «επιτρεπόμενου, της παροχής ορισμένου δικαιώματος (ενεργείας, χρήσεως, απουσίας κ.λπ.)». Η εξέλιξη αυτή, που είναι ήδη αρχαία, σημειώνει το πέρασμα της γενικής σημ. τών λέξεων της οικογένειας τών δείδω, δέος, ἀδεὴς κ.λπ. από τον χώρο του συναισθήματος («φόβος») σε μια αντικειμενικότερη, πιο συγκεκριμένη έννοια (εξασφάλιση δικαιώματος για συγκεκριμένη ενέργεια), εξέλιξη που δεν είναι άσχετη με την παλιότερη αρχαία χρήση της λέξεως στη δικανική γλώσσα.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αδειάζω
νεοελλ.
αδειούχος].