εὐθυεργής: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐθυεργής]], -ές (Α)<br />ο κατεργασμένος με [[επιμέλεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευθυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>εργής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργον]])<br /><b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-<i>εργής</i>, <i>κακο</i>-<i>εργής</i>].
|mltxt=[[εὐθυεργής]], -ές (Α)<br />ο κατεργασμένος με [[επιμέλεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευθυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>εργής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργον]])<br /><b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-<i>εργής</i>, <i>κακο</i>-<i>εργής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐθυεργής:''' -ές (*[[ἔργω]]), δουλεμένος σωστά, επεξεργασμένος με [[ακρίβεια]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 20:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθῠεργής Medium diacritics: εὐθυεργής Low diacritics: ευθυεργής Capitals: ΕΥΘΥΕΡΓΗΣ
Transliteration A: euthyergḗs Transliteration B: euthyergēs Transliteration C: efthyergis Beta Code: eu)quergh/s

English (LSJ)

ές,

   A accurately wrought, Luc. Hist. Conscr.27 (nisi leg. εὐεργής).

German (Pape)

[Seite 1070] ές, gerade gearbeitet, τὸ εὐθ., die gerade Arbeit, Luc. conscr. hist. 72.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθυεργής: -ές, καλῶς εἰργασμένος, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 27, εἰ μὴ ἡμαρτ. γραφ. ἀντὶ εὐεργής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
travaillé en droite ligne ; τὸ εὐθυεργές LUC ligne tirée au cordeau.
Étymologie: εὐθύς, ἔργον.

Greek Monolingual

εὐθυεργής, -ές (Α)
ο κατεργασμένος με επιμέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -εργής (< έργον)
πρβλ. ευ-εργής, κακο-εργής].

Greek Monotonic

εὐθυεργής: -ές (*ἔργω), δουλεμένος σωστά, επεξεργασμένος με ακρίβεια, σε Λουκ.