αιματώνω: Difference between revisions

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α αἱματῶ, -όω)<br /><b>1.</b> [[προκαλώ]] [[χύσιμο]] αίματος, [[τραυματίζω]], [[βάφω]] με [[αίμα]]<br /><b>2.</b> [[προξενώ]] σε κάποιον υπερβολική [[λύπη]], τον [[πληγώνω]]<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[χάνω]] [[αίμα]], χύνεται το [[αίμα]] μου<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[κάνω]] [[μάχη]], [[ερίζω]] «<i>δεν το ματώσαμε [[ακόμη]]», δεν άρχισαν [[ακόμη]] πολεμικές επιχειρήσεις<br />«<i>δεν το [[ματώνω]]», [[αποφεύγω]] τις έριδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> <i>αἱματῶ</i> (-<i>όω</i>) <span style="color: red;"><</span> [[αἷμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> (<i>αι</i>)[[μάτωμα]]].
|mltxt=(Α αἱματῶ, -όω)<br /><b>1.</b> [[προκαλώ]] [[χύσιμο]] αίματος, [[τραυματίζω]], [[βάφω]] με [[αίμα]]<br /><b>2.</b> [[προξενώ]] σε κάποιον υπερβολική [[λύπη]], τον [[πληγώνω]]<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[χάνω]] [[αίμα]], χύνεται το [[αίμα]] μου<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[κάνω]] [[μάχη]], [[ερίζω]] «<i>δεν το ματώσαμε [[ακόμη]]», δεν άρχισαν [[ακόμη]] πολεμικές επιχειρήσεις<br />«<i>δεν το [[ματώνω]]», [[αποφεύγω]] τις έριδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> <i>αἱματῶ</i> (-<i>όω</i>) <span style="color: red;"><</span> [[αἷμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> (<i>αι</i>)[[μάτωμα]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:40, 29 December 2020

Greek Monolingual

(Α αἱματῶ, -όω)
1. προκαλώ χύσιμο αίματος, τραυματίζω, βάφω με αίμα
2. προξενώ σε κάποιον υπερβολική λύπη, τον πληγώνω
3. (αμτβ.) χάνω αίμα, χύνεται το αίμα μου
4. μτφ. κάνω μάχη, ερίζω «δεν το ματώσαμε ακόμη», δεν άρχισαν ακόμη πολεμικές επιχειρήσεις
«δεν το ματώνω», αποφεύγω τις έριδες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχ. αἱματῶ (-όω) < αἷμα.
ΠΑΡ. νεοελλ. (αι)μάτωμα].