ἡμέτερος: Difference between revisions
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
(16) |
(4) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-έρα, -ο (AM [[ἡμέτερος]], -έρα, -ον, Α δωρ. τ. άμέτερος, -έρα, -ον, αιολ. τ. άμμέτερος, -έρα, -ον)<br />(κτητ. αντων.)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε μάς, αυτός που προέρχεται από μάς, ο [[δικός]] μας («ἡμετέρω ἐνὶ οἴκῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (και για έναν κτήτορα [[αντί]] του ενός) ο [[δικός]] μου (α. «η ημετέρα [[γνώμη]]» β. «ἵν' [[ἔπος]] ἀκούσῃς ἡμέτερον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(αρσ. πληθ. ως ουσ.) <i>οι ημέτεροι</i><br />οι άνθρωποι μας, οι οπαδοί μας, οι οποίοι ευνοούνται [[συνήθως]] [[παράνομα]] και αντικανονικά<br /><b>μσν.</b><br />(σε φράσεις που χρησιμοποιούνται από αυτοκράτορες ή βασιλείς) εγώ («ἡ ἡμετέρα [[μεγαλειότης]]», Ιουστιν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἡμετέρα</i><br />η [[χώρα]] μας<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ.</b>) <i>τὸ ἡμέτερον</i><br />όσον αφορά εμάς<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἡμέτερα</i><br />η [[ιδιοκτησία]] μου, η [[περιουσία]] μου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «τά ἡμέτερα φρονεῖ» — [[είναι]] με το [[μέρος]] μας<br />β) «τὸ ἡμέτερον [[δέος]]» — ο [[φόβος]] τών άλλων [[προς]] εμάς<br />γ) «ἄνδρες ἡμέτεροι» — άνδρες που άνήκουν στη δύναμή μας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ημε</i>- του [[ημείς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τερος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εκά</i>-<i>τερος</i>, <i>έ</i>-<i>τερος</i>)]. | |mltxt=-έρα, -ο (AM [[ἡμέτερος]], -έρα, -ον, Α δωρ. τ. άμέτερος, -έρα, -ον, αιολ. τ. άμμέτερος, -έρα, -ον)<br />(κτητ. αντων.)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε μάς, αυτός που προέρχεται από μάς, ο [[δικός]] μας («ἡμετέρω ἐνὶ οἴκῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (και για έναν κτήτορα [[αντί]] του ενός) ο [[δικός]] μου (α. «η ημετέρα [[γνώμη]]» β. «ἵν' [[ἔπος]] ἀκούσῃς ἡμέτερον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(αρσ. πληθ. ως ουσ.) <i>οι ημέτεροι</i><br />οι άνθρωποι μας, οι οπαδοί μας, οι οποίοι ευνοούνται [[συνήθως]] [[παράνομα]] και αντικανονικά<br /><b>μσν.</b><br />(σε φράσεις που χρησιμοποιούνται από αυτοκράτορες ή βασιλείς) εγώ («ἡ ἡμετέρα [[μεγαλειότης]]», Ιουστιν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἡμετέρα</i><br />η [[χώρα]] μας<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ.</b>) <i>τὸ ἡμέτερον</i><br />όσον αφορά εμάς<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἡμέτερα</i><br />η [[ιδιοκτησία]] μου, η [[περιουσία]] μου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «τά ἡμέτερα φρονεῖ» — [[είναι]] με το [[μέρος]] μας<br />β) «τὸ ἡμέτερον [[δέος]]» — ο [[φόβος]] τών άλλων [[προς]] εμάς<br />γ) «ἄνδρες ἡμέτεροι» — άνδρες που άνήκουν στη δύναμή μας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ημε</i>- του [[ημείς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τερος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εκά</i>-<i>τερος</i>, <i>έ</i>-<i>τερος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἡμέτερος:''' Δωρ. ἁμετ-, <i>-α</i>, <i>-ον</i> ([[ἡμεῖς]]),<br /><b class="num">I.</b> ο [[δικός]] μας, Λατ. [[noster]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>εἰς ἡμέτερον</i> (ενν. [[δῶμα]]), σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, <i>ἡμέτερόνδε</i>, στο ίδ.· <i>ἡ ἡμετέρα</i> (ενν. [[χώρα]]), σε Θουκ.· <i>τὰ ἡμέτερα φρονεῖν</i>, συμμερίζεται τη δική μας [[θέση]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> μερικές φορές αντί [[ἐμός]], σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:16, 30 December 2018
English (LSJ)
Dor. ἁμέτ-, Aeol. ἀμμέτ-, α, ον, (ἡμεῖς)
A our, Il.2.374, etc.; εἰς ἡμέτερον (sc. δῶμα) Od.2.55, 17.534; so ἡμέτερόνδε 8.39, 15.513; ἐφ' ἡμέτερ' ib.88, Il.9.619; ἐν ἡμετέρου Hdt.1.35, 7.8.δ; ἡ ἡ. (sc. χώρα) Th.6.21, etc.; τὸ ἡ. our case, Pl.Ti.27d; τὸ ἡ. γέλωτ' ἂν πάμπολυν ὄφλοι Id.Lg.778e, etc.; τὰ ἡ. φρονεῖν to take our part, X. HG6.3.14, etc.; ἄνδρες ἡ. they are in our power, Pl.R.556d, cf. X. Cyr.2.3.2; ἡ. κέρδη τῶν σοφῶν,= ἡμῶν τῶν σοφῶν, Ar.Nu.1202; ἡμέτερον αὐτῶν [οἰκοδόμημα],= ἡμῶν αὐτῶν, Pl.Grg.514b; representing an objective gen., τὸ ἡ. δέος fear of us, Th.1.77; εἰς τὴν ἡ. διδασκαλίαν Ep.Rom.15.4. II sts. for ἐμός, Od.11.562, al., Theoc.2.31, etc.; τὰ ἡ. my property, PRyl.114.18 (iii A.D.); so in Imperial titles, as ἡ ἡ. ἡμερότης Just.Nov.115Pr.
German (Pape)
[Seite 1167] unser, von Hom. an, Il. 1, 30, überall; νεῖσθαι ἐφ' ἡμέτερα, ἡμέτερόνδε ἰέναι, sc. δῶμα, Od. 15, 88. 512; ähnlich ἐν ἡμετέρου Her. 1, 35. 7, 84; – τὸ ἡμέτερον, was uns betrifft, wir, Plat. Tim. 27 d Legg. VI, 778 d IX, 860 c; – dor. ἁμέτερος, Pind., Tragg. Vgl. ἀμός.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμέτερος: Δωρ. ἁμέτ-, α, ον, (ἡμεῖς) ἰδικός μας, Λατ. noster, Ὅμ. καί Ἀττ.· εἰς ἡμέτερον (ἐνν. δῶμα) Ὀδ. Β. 55, Ρ. 534· οὕτως, ἡμέτερόνδε Θ. 39. Ο. 513· ἐφ’ ἡμέτερ’ Ο. 88, Ἰλ. Ι. 619· ἐν ἡμετέρου Ἠρόδ. 1. 35., 7. 8, 4· ἡ ἡμετέρα (ἐνν. χώρα) Θουκ. 6. 21, κτλ.· - τό ἡμέτερον, ὅσον δι’ ἡμᾶς, τό καθ’ ἡμᾶς, Πλάτ. Τιμ. 27D. Νόμ. 778D. κτλ.· τά ἡμέτερα φρονεῖν 443
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 notre, le nôtre ; εἰς ἡμέτερον (δῶμα) OD, ἡμέτερόνδε OD, ἐφ’ ἡμέτερ’ IL, ἐν ἡμετέρου HDT dans notre demeure ; ἡ ἡμετέρα (χώρα) THC notre pays ; τὸ ἡμέτερον, quant à ce qui nous regarde, pour notre part ; avec un gén. : ἡμέτερον αὐτῶν PLAT notre propre (demeure) (p. ἡμῶν αὐτῶν);
2 c. ἐμός.
Étymologie: ἡμεῖς.
English (Autenrieth)
(ἡμεῖς): our, ours; ἐφ' ἡμέτερα νέεσθαι, Il. 9.619; adv., ἡμέτερόνδε, homeward, home.
English (Strong)
from θνητός; our: our, your (by a different reading).
English (Thayer)
ἡμετέρα, ἡμέτερον (ἡμεῖς), possessive pronoun of the 1st person plural (from Homer down), our: with a substantive, ); st bez); οἱ ἡμέτεροι, substantively, 'our people,' (the brethren): τό ἡμέτερον substantively: WH text Cf. Winer s Grammar, § 22,7ff; Buttmann, § 127,19ff.)
Greek Monolingual
-έρα, -ο (AM ἡμέτερος, -έρα, -ον, Α δωρ. τ. άμέτερος, -έρα, -ον, αιολ. τ. άμμέτερος, -έρα, -ον)
(κτητ. αντων.)
1. αυτός που ανήκει σε μάς, αυτός που προέρχεται από μάς, ο δικός μας («ἡμετέρω ἐνὶ οἴκῳ», Ομ. Ιλ.)
2. (και για έναν κτήτορα αντί του ενός) ο δικός μου (α. «η ημετέρα γνώμη» β. «ἵν' ἔπος ἀκούσῃς ἡμέτερον», Ομ. Οδ.)
νεοελλ.
(αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ημέτεροι
οι άνθρωποι μας, οι οπαδοί μας, οι οποίοι ευνοούνται συνήθως παράνομα και αντικανονικά
μσν.
(σε φράσεις που χρησιμοποιούνται από αυτοκράτορες ή βασιλείς) εγώ («ἡ ἡμετέρα μεγαλειότης», Ιουστιν.)
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡμετέρα
η χώρα μας
2. (το ουδ.) τὸ ἡμέτερον
όσον αφορά εμάς
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἡμέτερα
η ιδιοκτησία μου, η περιουσία μου
4. φρ. α) «τά ἡμέτερα φρονεῖ» — είναι με το μέρος μας
β) «τὸ ἡμέτερον δέος» — ο φόβος τών άλλων προς εμάς
γ) «ἄνδρες ἡμέτεροι» — άνδρες που άνήκουν στη δύναμή μας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ημε- του ημείς + κατάλ. -τερος (πρβλ. εκά-τερος, έ-τερος)].
Greek Monotonic
ἡμέτερος: Δωρ. ἁμετ-, -α, -ον (ἡμεῖς),
I. ο δικός μας, Λατ. noster, σε Όμηρ. κ.λπ.· εἰς ἡμέτερον (ενν. δῶμα), σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, ἡμέτερόνδε, στο ίδ.· ἡ ἡμετέρα (ενν. χώρα), σε Θουκ.· τὰ ἡμέτερα φρονεῖν, συμμερίζεται τη δική μας θέση, σε Ξεν.
II. μερικές φορές αντί ἐμός, σε Ομήρ. Οδ.