ἠμορίς: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
(16)
(2b)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἠμορίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α) [[ήμορος]]<br />θηλ. του [[ήμορος]].
|mltxt=[[ἠμορίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α) [[ήμορος]]<br />θηλ. του [[ήμορος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἠμορίς:''' ίδος adj. f (= [[ἄμοιρος]]) обездоленная, несчастная Aesch.
}}
}}

Revision as of 22:00, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1171] ίδος, ἡ, fem. zum Folgdn, Aesch. frg. 153; Hesych. erkl. ἐστερημένη.

Greek Monolingual

ἠμορίς, -ίδος, ἡ (Α) ήμορος
θηλ. του ήμορος.

Russian (Dvoretsky)

ἠμορίς: ίδος adj. f (= ἄμοιρος) обездоленная, несчастная Aesch.