διατριπτικός: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
(9) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διατριπτικός]], -ή, -όν (Α)<br />[[κατάλληλος]] για [[τρίψιμο]] («οὐχ ἡδὺ τὸ [[μύρον]]... εἰ μὴ διατριπτικὸν», Αριστφ.) | |mltxt=[[διατριπτικός]], -ή, -όν (Α)<br />[[κατάλληλος]] για [[τρίψιμο]] («οὐχ ἡδὺ τὸ [[μύρον]]... εἰ μὴ διατριπτικὸν», Αριστφ.) | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διατριπτικός:''' досл. служащий для натирания, перен. ирон. служащий для затяжки ([[μύρον]] Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A fit for bruising, μύρον Ar.Lys.943.
Greek (Liddell-Scott)
διατριπτικός: -ή, -όν, κατάλληλος εἰς τριβήν, μύρον Ἀριστοφ. Λυσ. 943.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
raspante, irritante μύρον prob. como si fuera un medicamento (cf. διατρίβω A I 1), aunque quizá c. doble sent. retardatorio Ar.Lys.943.
Greek Monolingual
διατριπτικός, -ή, -όν (Α)
κατάλληλος για τρίψιμο («οὐχ ἡδὺ τὸ μύρον... εἰ μὴ διατριπτικὸν», Αριστφ.)
Russian (Dvoretsky)
διατριπτικός: досл. служащий для натирания, перен. ирон. служащий для затяжки (μύρον Arph.).