εὔδειπνος: Difference between revisions
(14) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὔδειπνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που παρέχει πλουσιοπάροχο [[δείπνο]] («εὔδειπνοι δαῑτες», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ εὔδειπνα</i><br />[[συμπόσιο]] [[προς]] τιμήν τών [[νεκρών]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ εὔδειπνοι</i><br />οι νεκροί [[προς]] τιμήν τών οποίων παρατίθεται [[δείπνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[δείπνον]]]. | |mltxt=[[εὔδειπνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που παρέχει πλουσιοπάροχο [[δείπνο]] («εὔδειπνοι δαῑτες», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ εὔδειπνα</i><br />[[συμπόσιο]] [[προς]] τιμήν τών [[νεκρών]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ εὔδειπνοι</i><br />οι νεκροί [[προς]] τιμήν τών οποίων παρατίθεται [[δείπνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[δείπνον]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὔδειπνος:''' -ον ([[δεῖπνον]]), αυτός που έχει πλούσια συμπόσια, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with goodly feasts, δαῖτες εὔ. well-appointed, sumptuous feasts, E.Med.200 (anap.). II epith. of departed souls to whom offerings were made (cf. foreg.), παρ' εὐδείπνοις ἔσῃ ἄτιμος ἐμπύροισι κνισωτοῖς χθονός A.Ch.484; taken by some Gramm. as applied to the festival itself, Hsch., Phot., EM42.3.
German (Pape)
[Seite 1061] 1) wohl gespeis't, bei Aesch. Ch. 477 mit reichlichem Todtenopfer versehen. – 2) δαίς, festliches, reichliches Mahl, Eur. Med. 100.
Greek (Liddell-Scott)
εὔδειπνος: -ον, δαῖτες εὔδ., καλῶς κατηρτισμέναι εὐωχίαι, Εὐρ. Μήδ. 200. ΙΙ.ἐν Αἰσχύλ. Χο. 484, παρ’ εὐδείπνοις ἔσει ἄτιμος, σημαίνει παρὰ τοῖς νεκροῖς εἰς οὓς προσφέρουσι θυσίας οἱ ζῶντες θὰ εἶσαι ἄτιμος· ὁ Σχολιαστ. ἑρμηνεύει: «τῶν ἄλλων νεκρῶν μεταλαμβανόντων ἐναγισμῶν σὺ ἄτιμος ἔσει». Πρβλ. Φωτ. λεξ., Ἡσύχ. ἐν λ. καὶ μέγα Ἐτυμ. σ. 42, 3, ἐν λ. αἰώρα.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
honoré par un repas de funérailles somptueux.
Étymologie: εὖ, δεῖπνον.
Greek Monolingual
εὔδειπνος, -ον (Α)
1. αυτός που παρέχει πλουσιοπάροχο δείπνο («εὔδειπνοι δαῑτες», Ευρ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὔδειπνα
συμπόσιο προς τιμήν τών νεκρών
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ εὔδειπνοι
οι νεκροί προς τιμήν τών οποίων παρατίθεται δείπνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δείπνον].
Greek Monotonic
εὔδειπνος: -ον (δεῖπνον), αυτός που έχει πλούσια συμπόσια, σε Ευρ.