ἐκφροντίζω: Difference between revisions
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐκφροντίζω]] (AM)<br />[[σκέπτομαι]], [[επινοώ]], [[εξευρίσκω]] («σαφῶς δ' ἀθρήσας καὶ κλύων ἐκφρόντισον», «ἐπιβουλὴν ἐκφροντίζων»). | |mltxt=[[ἐκφροντίζω]] (AM)<br />[[σκέπτομαι]], [[επινοώ]], [[εξευρίσκω]] («σαφῶς δ' ἀθρήσας καὶ κλύων ἐκφρόντισον», «ἐπιβουλὴν ἐκφροντίζων»). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐκφροντίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ῐῶ</i>, [[συλλογίζομαι]], [[σκέπτομαι]], [[βρίσκω]], [[ανακαλύπτω]], [[επινοώ]], Λατ. excogitare, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:32, 30 December 2018
English (LSJ)
A think out, discover, E.IT1323, Ar.Nu.695, Th.3.45, etc.
German (Pape)
[Seite 786] aussinnen, ersinnen; Eur. I. T. 1323; Ar. Nubb. 697; τὴν ἐπιβολήν Thuc. 3, 45; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφροντίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, σκέπτομαι, ἐπινοῶ, ἐξευρίσκω, Λατ. excogitare, Εὐρ. Ι. Τ. 1323, Ἀριστοφ. Νεφ. 695, Θουκ. 3. 45. Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐκφροντίζων˙ βουλευόμενος».
French (Bailly abrégé)
songer à, méditer, imaginer.
Étymologie: ἐκ, φροντίζω.
Spanish (DGE)
1 discurrir, planear τὴν ἐπιβουλὴν ἐκφροντίζων elaborando el plan Th.3.45, ἐκφρόντισον διωγμὸν ὅστις τοὺς ξένους θηράσεται discurre el medio de capturar a los extranjeros E.IT 1323, ἐκφρόντισόν τι τῶν σεαυτοῦ πραγμάτων discurre algo sacado de tus propios asuntos Ar.Nu.695, cf. 697, τὰ πλεῖστα Plu.2.409c, cf. 270c
•abs. reflexionar Themist.Ep.8.
2 quedar libre de preocupaciones ζητεῖ κοιμηθῆναι ὁ γέρων ὡς ἤδη ἐκφροντίσας Eust.1368.63, cf. 802.23.
3 en perf. pas. corresponder οἷς ... διανέμειν ... τὰ ἐπιτήδεια ἐκπεφρόντισται a quienes corresponde distribuir los suministros Agath.5.14.2.
Greek Monolingual
ἐκφροντίζω (AM)
σκέπτομαι, επινοώ, εξευρίσκω («σαφῶς δ' ἀθρήσας καὶ κλύων ἐκφρόντισον», «ἐπιβουλὴν ἐκφροντίζων»).
Greek Monotonic
ἐκφροντίζω: μέλ. Αττ. -ῐῶ, συλλογίζομαι, σκέπτομαι, βρίσκω, ανακαλύπτω, επινοώ, Λατ. excogitare, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.