κελευθήτης: Difference between revisions

From LSJ

μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon

Source
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κελευθήτης]], ὁ (Α)<br />ο [[οδοιπόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέλευθος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήτης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αυλ</i>-<i>ήτης</i>, <i>σκην</i>-<i>ήτης</i>)].
|mltxt=[[κελευθήτης]], ὁ (Α)<br />ο [[οδοιπόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέλευθος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήτης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αυλ</i>-<i>ήτης</i>, <i>σκην</i>-<i>ήτης</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κελευθήτης:''' -ου, ὁ, [[οδοιπόρος]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελευθήτης Medium diacritics: κελευθήτης Low diacritics: κελευθήτης Capitals: ΚΕΛΕΥΘΗΤΗΣ
Transliteration A: keleuthḗtēs Transliteration B: keleuthētēs Transliteration C: kelefthitis Beta Code: keleuqh/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A wayfarer, AP6.120 (Leon.: prob. -ίτης).

German (Pape)

[Seite 1414] ὁ, der Wanderer, Leon. Tar. 60 (VI, 120).

Greek (Liddell-Scott)

κελευθήτης: -ου, ὁ, ὁδοιπόρος, Ἀνθ. Π. 6. 120, πρβλ. κελευθοπόρος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
voyageur.
Étymologie: κέλευθος.

Greek Monolingual

κελευθήτης, ὁ (Α)
ο οδοιπόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλευθος + κατάλ. -ήτης (πρβλ. αυλ-ήτης, σκην-ήτης)].

Greek Monotonic

κελευθήτης: -ου, ὁ, οδοιπόρος, σε Ανθ.