κόπανο: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(21)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (ΑM [[κόπανον]])<br />το όργανο με το οποίο κοπανίζουμε, [[κόπανος]], [[γουδοχέρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[ξύλο]] με το οποίο χτυπά [[κάποιος]] τα ρούχα της πλύσης, ο [[κόπανος]]<br /><b>2.</b> λαϊκή [[ονομασία]] του φυτού [[λάπαθο]] το πολύχρωμο<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «κοπάνου γυμνότερος» — εντελώς απογυμνωμένος, [[πάμπτωχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τσεκούρι]], [[μπαλτάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοπή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αν</i>-<i>ον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>έδρ</i>-<i>αν</i>-<i>ον</i>, <i>ξό</i>-<i>αν</i>-<i>ον</i>)].———————— <b>(II)</b><br />[[κόπανο]], τὸ (Μ)<br />[[είδος]] βάρκας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> βεν. <i>copano</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (ΑM [[κόπανον]])<br />το όργανο με το οποίο κοπανίζουμε, [[κόπανος]], [[γουδοχέρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[ξύλο]] με το οποίο χτυπά [[κάποιος]] τα ρούχα της πλύσης, ο [[κόπανος]]<br /><b>2.</b> λαϊκή [[ονομασία]] του φυτού [[λάπαθο]] το πολύχρωμο<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «κοπάνου γυμνότερος» — εντελώς απογυμνωμένος, [[πάμπτωχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τσεκούρι]], [[μπαλτάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοπή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αν</i>-<i>ον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>έδρ</i>-<i>αν</i>-<i>ον</i>, <i>ξό</i>-<i>αν</i>-<i>ον</i>)].<br /><b>(II)</b><br />[[κόπανο]], τὸ (Μ)<br />[[είδος]] βάρκας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> βεν. <i>copano</i>].
}}
}}

Revision as of 13:35, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
το (ΑM κόπανον)
το όργανο με το οποίο κοπανίζουμε, κόπανος, γουδοχέρι
νεοελλ.
1. το ξύλο με το οποίο χτυπά κάποιος τα ρούχα της πλύσης, ο κόπανος
2. λαϊκή ονομασία του φυτού λάπαθο το πολύχρωμο
μσν.
φρ. «κοπάνου γυμνότερος» — εντελώς απογυμνωμένος, πάμπτωχος
αρχ.
τσεκούρι, μπαλτάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοπή + επίθημα -αν-ον (πρβλ. έδρ-αν-ον, ξό-αν-ον)].
(II)
κόπανο, τὸ (Μ)
είδος βάρκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. copano].