κηρήθρα: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(20)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κερήθρα]], η<br />ο χωρισμένος σε [[πολλά]] μικρά εξάγωνα κελλιά [[πλακούντας]] τον οποίο παρασκευάζουν οι μέλισσες από [[κερί]] και στον οποίο εναποθέτουν το [[μέλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήθρα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αρμυρ</i>-<i>ήθρα</i>, <i>δακτυλ</i>-<i>ήθρα</i>)].
|mltxt=και [[κερήθρα]], η<br />ο χωρισμένος σε [[πολλά]] μικρά εξάγωνα κελλιά [[πλακούντας]] τον οποίο παρασκευάζουν οι μέλισσες από [[κερί]] και στον οποίο εναποθέτουν το [[μέλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήθρα</i> ([[πρβλ]]. <i>αρμυρ</i>-<i>ήθρα</i>, <i>δακτυλ</i>-<i>ήθρα</i>)].
}}
}}

Revision as of 13:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

και κερήθρα, η
ο χωρισμένος σε πολλά μικρά εξάγωνα κελλιά πλακούντας τον οποίο παρασκευάζουν οι μέλισσες από κερί και στον οποίο εναποθέτουν το μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + κατάλ. -ήθρα (πρβλ. αρμυρ-ήθρα, δακτυλ-ήθρα)].