κορμός: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
(21)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑM [[κορμός]])<br /><b>1.</b> το κύριο [[μέρος]] του δένδρου από τις ρίζες [[μέχρι]] τις πρώτες διακλαδώσεις («πληροῡσιν πυρὰν κορμοὺς φέροντες πευκίνους», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[στέλεχος]] του δέντρου από το οποίο έχουν αποκοπεί οι κλάδοι<br /><b>3.</b> το κεντρικό και κύριο [[μέρος]] του σώματος τών ζώων και [[μάλιστα]] τών σπονδυλωτών, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την [[κεφαλή]] και τα [[άκρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] γλυκού με [[σχήμα]] κορμού δένδρου<br /><b>2.</b> <b>(μεταλργ.)</b> ημικατεργασμένο [[προϊόν]] ελάσεως που λαμβάνεται [[μετά]] το [[πλίνθωμα]]<br /><b>3.</b> (φρ. «μαθήματα κορμού» — τα μαθήματα της Γ' τάξης λυκείου τα οποία δεν περιλαμβάνονται στις πανελλήνιες εξετάσεις και [[είναι]] κοινά για όλες τις δέσμες<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />το κύριο [[μέρος]] [[κάθε]] πράγματος, η [[βάση]] (α. «[[κορμός]] πλοίου» β. «[[κορμός]] του κίονα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[αυλάκι]] στο οποίο διοχετευόταν [[μέρος]] του νερού τών διωρύγων και τών μεγάλων αυλακιών στα αρδευτικά έργα, στους υδροφράκτες κ.λπ.<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κορμοὶ ναυτικοί» — [[κουπιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κείρω]] «[[κόβω]]». Εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>kor</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ker</i>- στην οποία ανάγεται το ρ.].
|mltxt=ο (ΑM [[κορμός]])<br /><b>1.</b> το κύριο [[μέρος]] του δένδρου από τις ρίζες [[μέχρι]] τις πρώτες διακλαδώσεις («πληροῡσιν πυρὰν κορμοὺς φέροντες πευκίνους», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[στέλεχος]] του δέντρου από το οποίο έχουν αποκοπεί οι κλάδοι<br /><b>3.</b> το κεντρικό και κύριο [[μέρος]] του σώματος τών ζώων και [[μάλιστα]] τών σπονδυλωτών, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την [[κεφαλή]] και τα [[άκρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] γλυκού με [[σχήμα]] κορμού δένδρου<br /><b>2.</b> <b>(μεταλργ.)</b> ημικατεργασμένο [[προϊόν]] ελάσεως που λαμβάνεται [[μετά]] το [[πλίνθωμα]]<br /><b>3.</b> (φρ. «μαθήματα κορμού» — τα μαθήματα της Γ' τάξης λυκείου τα οποία δεν περιλαμβάνονται στις πανελλήνιες εξετάσεις και [[είναι]] κοινά για όλες τις δέσμες<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />το κύριο [[μέρος]] [[κάθε]] πράγματος, η [[βάση]] (α. «[[κορμός]] πλοίου» β. «[[κορμός]] του κίονα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[αυλάκι]] στο οποίο διοχετευόταν [[μέρος]] του νερού τών διωρύγων και τών μεγάλων αυλακιών στα αρδευτικά έργα, στους υδροφράκτες κ.λπ.<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κορμοὶ ναυτικοί» — [[κουπιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κείρω]] «[[κόβω]]». Εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>kor</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ker</i>- στην οποία ανάγεται το ρ.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κορμός:''' ὁ ([[κείρω]]), [[κορμός]] δέντρου (με τα κλαδιά κομμένα), σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· <i>κορμοὶ ξύλων</i>, κομμάτια κορμών, σε Ηρόδ.· <i>κ. ναυτικοί</i>, δηλ. [[κουπιά]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 23:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορμός Medium diacritics: κορμός Low diacritics: κορμός Capitals: ΚΟΡΜΟΣ
Transliteration A: kormós Transliteration B: kormos Transliteration C: kormos Beta Code: kormo/s

English (LSJ)

(A), ὁ, (κείρω)

   A trunk of a tree (with the boughs lopped off), Od.23.196, E.Hec.575, HF242; κ. ἐλάας Ar.Lys.255; κ. ἐλάϊνοι PCair.Zen.431 (iii B. C.); κορμοὶ ξύλων logs of timber, Hdt.7.36, PCair.Zen.154.2 (iii B. C.); κ. ναυτικοί, i.e. oars, E.Hel.1601.    2 ἀπὸ κορμοῦ εἰς κορμόν, in measurement of an irrigated vineyard, prob. from block to block, i.e. from sluice to sluice, PFlor.50.2, al. (iii A. D.); cf. κορμολογία.

Greek (Liddell-Scott)

κορμός: ὁ, (κείρω) ὁ κορμὸς δένδρου (ἀποκεκομμένων τῶν κλάδων), Ὀδ. Ψ. 196, Εὐρ. Ἑκάβ. 575, Ἡρ. Μαιν. 242· κ. ἐλάας Ἀριστοφ. Λυσ. 255· κορμοὶ ξύλων, τεμάχια κορμοῦ, Ἡρόδ. 7. 36· κ. ναυτικοί, δηλ. κῶπαι, Εὐρ. Ἑλ. 1601.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 tronc d’arbre;
2 bûche.
Étymologie: κείρω.

English (Autenrieth)

(κείρω): log, trunk of a tree, Od. 23.196†.

Greek Monolingual

ο (ΑM κορμός)
1. το κύριο μέρος του δένδρου από τις ρίζες μέχρι τις πρώτες διακλαδώσεις («πληροῡσιν πυρὰν κορμοὺς φέροντες πευκίνους», Ευρ.)
2. το στέλεχος του δέντρου από το οποίο έχουν αποκοπεί οι κλάδοι
3. το κεντρικό και κύριο μέρος του σώματος τών ζώων και μάλιστα τών σπονδυλωτών, σε αντιδιαστολή προς την κεφαλή και τα άκρα
νεοελλ.
1. είδος γλυκού με σχήμα κορμού δένδρου
2. (μεταλργ.) ημικατεργασμένο προϊόν ελάσεως που λαμβάνεται μετά το πλίνθωμα
3. (φρ. «μαθήματα κορμού» — τα μαθήματα της Γ' τάξης λυκείου τα οποία δεν περιλαμβάνονται στις πανελλήνιες εξετάσεις και είναι κοινά για όλες τις δέσμες
νεοελλ.-μσν.
το κύριο μέρος κάθε πράγματος, η βάση (α. «κορμός πλοίου» β. «κορμός του κίονα»)
αρχ.
1. μικρό αυλάκι στο οποίο διοχετευόταν μέρος του νερού τών διωρύγων και τών μεγάλων αυλακιών στα αρδευτικά έργα, στους υδροφράκτες κ.λπ.
2. φρ. «κορμοὶ ναυτικοί» — κουπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κείρω «κόβω». Εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα kor- της ΙΕ ρίζας ker- στην οποία ανάγεται το ρ.].

Greek Monotonic

κορμός: ὁ (κείρω), κορμός δέντρου (με τα κλαδιά κομμένα), σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· κορμοὶ ξύλων, κομμάτια κορμών, σε Ηρόδ.· κ. ναυτικοί, δηλ. κουπιά, σε Ευρ.