κουβούκλιο: Difference between revisions

From LSJ

γλῶσσα πολλῶν ἐστιν αἰτία κακῶν → Malis initium lingua permultis dedit → Die Zunge ist vielfachen Leides Ursache

Menander, Monostichoi, 220
(21)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και κουβούκλι το (ΑM κουβουκλεῑον, Μ [[κουβούκλιον]] και κουβοῡκλιν και κουβικούλιον)<br />[[κοιτώνας]], [[ιδίως]] βασιλιά, [[συνήθως]] με θολωτή [[στέγη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[μικρός]] [[θόλος]] που στηρίζεται σε λεπτούς κίονες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «το [[κουβούκλιο]] του Επιταφίου» — το θολωτό [[ιερό]] [[κενοτάφιο]] στο οποίο εναποτίθεται [[κατά]] τη Μ. Παρασκευή και περιφέρεται η [[οθόνη]] του Επιταφίου<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[κιβώτιο]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κλουβί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cubiculum</i> «[[θάλαμος]]» (<span style="color: red;"><</span> λατ. ρ. <i>cubo</i> «[[κοιμάμαι]]») με [[αφομοίωση]] του -<i>ι</i>- σε -<i>ου</i>- και [[συγκοπή]] του -<i>κ</i>-].
|mltxt=και κουβούκλι το (ΑM κουβουκλεῑον, Μ [[κουβούκλιον]] και κουβοῦκλιν και κουβικούλιον)<br />[[κοιτώνας]], [[ιδίως]] βασιλιά, [[συνήθως]] με θολωτή [[στέγη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[μικρός]] [[θόλος]] που στηρίζεται σε λεπτούς κίονες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «το [[κουβούκλιο]] του Επιταφίου» — το θολωτό [[ιερό]] [[κενοτάφιο]] στο οποίο εναποτίθεται [[κατά]] τη Μ. Παρασκευή και περιφέρεται η [[οθόνη]] του Επιταφίου<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[κιβώτιο]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κλουβί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cubiculum</i> «[[θάλαμος]]» (<span style="color: red;"><</span> λατ. ρ. <i>cubo</i> «[[κοιμάμαι]]») με [[αφομοίωση]] του -<i>ι</i>- σε -<i>ου</i>- και [[συγκοπή]] του -<i>κ</i>-].
}}
}}

Revision as of 20:00, 13 June 2022

Greek Monolingual

και κουβούκλι το (ΑM κουβουκλεῑον, Μ κουβούκλιον και κουβοῦκλιν και κουβικούλιον)
κοιτώνας, ιδίως βασιλιά, συνήθως με θολωτή στέγη
νεοελλ.
1. κάθε μικρός θόλος που στηρίζεται σε λεπτούς κίονες
2. φρ. «το κουβούκλιο του Επιταφίου» — το θολωτό ιερό κενοτάφιο στο οποίο εναποτίθεται κατά τη Μ. Παρασκευή και περιφέρεται η οθόνη του Επιταφίου
νεοελλ.-μσν.
κιβώτιο
μσν.
κλουβί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cubiculum «θάλαμος» (< λατ. ρ. cubo «κοιμάμαι») με αφομοίωση του -ι- σε -ου- και συγκοπή του -κ-].