καλλίφθογγος: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(18) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[καλλίφθογγος]], -ον)<br />αυτός που βγάζει ωραίους φθόγγους, αυτός που ηχεί ωραία («τὰς καλλιφθόγγους ᾠδάς», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)<br /><span style="color: red;">+</span> -<i>φθογγος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φθόγγος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γλυκύ</i>-<i>φθογγος</i>, <i>οξύ</i>-<i>φθογγος</i>]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[καλλίφθογγος]], -ον)<br />αυτός που βγάζει ωραίους φθόγγους, αυτός που ηχεί ωραία («τὰς καλλιφθόγγους ᾠδάς», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)<br /><span style="color: red;">+</span> -<i>φθογγος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φθόγγος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γλυκύ</i>-<i>φθογγος</i>, <i>οξύ</i>-<i>φθογγος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καλλίφθογγος:''' -ον (φθογγός), αυτός που ηχεί όμορφα, που ακούγεται ωραία, [[εύηχος]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A beautiful-sounding, ᾠδαί E.Ion169 (lyr.); ἱστοί Id.IT222 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1311] schön tönend; ᾠδαί Eur. Ion 169; κιθάρα Herc. Fur. 350; auch ἱστοί, I. T. 221.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίφθογγος: -ον, ὡραῖα ἠχῶν, κιθάρα, ᾠδὴ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 350, Ἴων. 169· ἱστοὶ ὁ αὐτ. Ι. Τ. 222.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au beau son, qui résonne agréablement.
Étymologie: καλός, φθέγγω.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α καλλίφθογγος, -ον)
αυτός που βγάζει ωραίους φθόγγους, αυτός που ηχεί ωραία («τὰς καλλιφθόγγους ᾠδάς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)
+ -φθογγος (< φθόγγος), πρβλ. γλυκύ-φθογγος, οξύ-φθογγος].
Greek Monotonic
καλλίφθογγος: -ον (φθογγός), αυτός που ηχεί όμορφα, που ακούγεται ωραία, εύηχος, σε Ευρ.