ἰσάγγελος: Difference between revisions
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
(18) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (Α [[ἰσάγγελος]], -ον)<br />[[ίσος]], όμοιος με τους αγγέλους («ἰσάγγελοι γάρ εἰσι καὶ υἱοί εἰσι τοῡ Θεοῡ», ΚΔ). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰσαγγέλως</i> (Μ)<br />σαν [[άγγελος]], ομοια με άγγελο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄγγελος]]. | |mltxt=-ο (Α [[ἰσάγγελος]], -ον)<br />[[ίσος]], όμοιος με τους αγγέλους («ἰσάγγελοι γάρ εἰσι καὶ υἱοί εἰσι τοῡ Θεοῡ», ΚΔ). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰσαγγέλως</i> (Μ)<br />σαν [[άγγελος]], ομοια με άγγελο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄγγελος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἰσάγγελος:''' -ον, όμοιος, [[ίσος]] με άγγελο, σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 23:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A like an angel, Ev.Luc.20.36, Hierocl.in CA4p.425M.
German (Pape)
[Seite 1262] engelgleich, N. T. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσάγγελος: -ον, = ἴσος ἀγγέλοις, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κ΄, 36· ἀγγελικός, Κλήμ. Ἀλ. σ. 120. - Ἐπίρρ. -λως, ἀγγελικῶς, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
égal aux anges.
Étymologie: ἴσος, ἄγγελος.
English (Strong)
from ἴσος and ἄγγελος; like an angel, i.e. angelic: equal unto the angels.
Greek Monolingual
-ο (Α ἰσάγγελος, -ον)
ίσος, όμοιος με τους αγγέλους («ἰσάγγελοι γάρ εἰσι καὶ υἱοί εἰσι τοῡ Θεοῡ», ΚΔ).
επίρρ...
ἰσαγγέλως (Μ)
σαν άγγελος, ομοια με άγγελο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + ἄγγελος.
Greek Monotonic
ἰσάγγελος: -ον, όμοιος, ίσος με άγγελο, σε Καινή Διαθήκη