ἐπιτάξ: Difference between revisions
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
(14) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιτάξ]] (Α) [[επιτάσσω]] <b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[κατά]] [[σειρά]] («[[ἐπιτάξ]], ἄλλῳ [[παρακείμενος]] [[ἄλλος]] [[[ἀστήρ]]]», Άρατος)<br /><b>2.</b> [[αμέσως]], [[παρευθύς]] («μὴ ἐπιτὰξ τὰ φάρμακα διδόντ’, ἐὰν μὴ ταῡτα τῇ νόσῳ πρέπῃ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σύντομα]], σε σύντομο χρόνο<br /><b>4.</b> με [[διαταγή]] ή προσυμφωνία. | |mltxt=[[ἐπιτάξ]] (Α) [[επιτάσσω]] <b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[κατά]] [[σειρά]] («[[ἐπιτάξ]], ἄλλῳ [[παρακείμενος]] [[ἄλλος]] [[[ἀστήρ]]]», Άρατος)<br /><b>2.</b> [[αμέσως]], [[παρευθύς]] («μὴ ἐπιτὰξ τὰ φάρμακα διδόντ’, ἐὰν μὴ ταῡτα τῇ νόσῳ πρέπῃ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σύντομα]], σε σύντομο χρόνο<br /><b>4.</b> με [[διαταγή]] ή προσυμφωνία. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιτάξ:''' adv. один за другим, подряд Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:36, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv., (ἐπιτάσσω)
A in a row, Arat.380. II = συντόμως, Com.Adesp.1296 ; forthwith, straightway, cj. in E.Fr.292.2. III by command or pre-arrangement, Call.Aet.1.1.9, dub. in Iamb.1.239. (Cf. ἐπιπάξ.)
German (Pape)
[Seite 989] in einer Reihe hinter einander geordnet, ἐπιτὰξ ἄλλῳ παρακείμενος ἄλλος Arat. Phaen. 380. – Nach VLL. ἡ ἐπιτὰξ ὁδός = σύντομος, s. E. M. 365, 25.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτάξ: Ἐπίρρ. (ἐπιτάσσω) κατὰ σειράν, ὡς τὸ ἐφεξῆς, Εὐρ. Ἀποσπ. 294, Ἄρατ. 380, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 327. ΙΙ. = συντόμως, Κωμ. Ἀνών. 71.
Greek Monolingual
ἐπιτάξ (Α) επιτάσσω επίρρ.
1. κατά σειρά («ἐπιτάξ, ἄλλῳ παρακείμενος ἄλλος [[[ἀστήρ]]]», Άρατος)
2. αμέσως, παρευθύς («μὴ ἐπιτὰξ τὰ φάρμακα διδόντ’, ἐὰν μὴ ταῡτα τῇ νόσῳ πρέπῃ», Ευρ.)
3. σύντομα, σε σύντομο χρόνο
4. με διαταγή ή προσυμφωνία.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτάξ: adv. один за другим, подряд Eur.