Μάης: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(23)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> ο [[μήνας]] [[Μάιος]]<br /><b>2.</b> (ως προσηγορικό) [[στεφάνι]] που κατασκευάζεται από [[άνθη]] και κρεμιέται [[πάνω]] από την πόρτα του σπιτιού [[κατά]] την [[πρωτομαγιά]]<br /><b>3.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του φυτού Statice sinuata<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «τον κόκκινο Μάη» — [[ουδέποτε]]<br />β) «[[πιάνω]] τον Μάη» — [[πηγαίνω]] στην [[εξοχή]] για τον εορτασμό της πρωτομαγιάς<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «στον καταραμένο [[τόπο]] τον Μάη [[μήνα]] βρέχει» — οι βροχές του Μαΐου κάνουν [[ζημιά]] στη [[γεωργία]] και στην [[αμπελουργία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Μάιος]] <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>Majus</i>, [[προσωνυμία]] του [[Διός]] (<i>Majus</i> Juppiter)].
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> ο [[μήνας]] [[Μάιος]]<br /><b>2.</b> (ως προσηγορικό) [[στεφάνι]] που κατασκευάζεται από [[άνθη]] και κρεμιέται [[πάνω]] από την πόρτα του σπιτιού [[κατά]] την [[πρωτομαγιά]]<br /><b>3.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του φυτού Statice sinuata<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «τον κόκκινο Μάη» — [[ουδέποτε]]<br />β) «[[πιάνω]] τον Μάη» — [[πηγαίνω]] στην [[εξοχή]] για τον εορτασμό της πρωτομαγιάς<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «στον καταραμένο [[τόπο]] τον Μάη [[μήνα]] βρέχει» — οι βροχές του Μαΐου κάνουν [[ζημιά]] στη [[γεωργία]] και στην [[αμπελουργία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Μάιος]] <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>Majus</i>, [[προσωνυμία]] του [[Διός]] (<i>Majus</i> Juppiter)].
}}
}}

Revision as of 21:35, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο
1. ο μήνας Μάιος
2. (ως προσηγορικό) στεφάνι που κατασκευάζεται από άνθη και κρεμιέται πάνω από την πόρτα του σπιτιού κατά την πρωτομαγιά
3. κοινή ονομασία του φυτού Statice sinuata
4. φρ. α) «τον κόκκινο Μάη» — ουδέποτε
β) «πιάνω τον Μάη» — πηγαίνω στην εξοχή για τον εορτασμό της πρωτομαγιάς
5. παροιμ. «στον καταραμένο τόπο τον Μάη μήνα βρέχει» — οι βροχές του Μαΐου κάνουν ζημιά στη γεωργία και στην αμπελουργία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Μάιος < λατ. Majus, προσωνυμία του Διός (Majus Juppiter)].