μεῖστος: Difference between revisions
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
(24) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=μεῑστος, -η, -ον (ΑM)<br /><b>1.</b> [[ελάχιστος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>μεῑστον</i><br />[[τουλάχιστον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υπερθετικός [[βαθμός]] του [[μείων]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[πλείστος]])]. | |mltxt=μεῑστος, -η, -ον (ΑM)<br /><b>1.</b> [[ελάχιστος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>μεῑστον</i><br />[[τουλάχιστον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υπερθετικός [[βαθμός]] του [[μείων]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[πλείστος]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεῖστος:''' -η, -ον, υπερθ. του [[μείων]], ο απολύτως [[μικρότερος]], λιγότερος, σε Βίωνα. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:52, 30 December 2018
English (LSJ)
η, ον, Sup. of μείων,
A least, Hsch., EM676.14, Eust.134.45, Sch.Ar.Pl.627: neut. as Adv., μεῖστον at least, Berl.Sitzb.1927.8 (Locr., V B.C.). (From μέy-ιστος.)
German (Pape)
[Seite 117] p. superl. zu μείων, Bion. 5, 10; Hesych. erkl. μεῖστον durch ἐλάχιστον.
Greek (Liddell-Scott)
μεῖστος: -η, -ον, ὑπερθετ. τοῦ μείων, ἐλάχιστος Βίων 5. 10.
French (Bailly abrégé)
v. μικρός.
Greek Monolingual
μεῑστος, -η, -ον (ΑM)
1. ελάχιστος
2. (το ουδ. ως επίρρ.) μεῑστον
τουλάχιστον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθετικός βαθμός του μείων (πρβλ. πλείστος)].
Greek Monotonic
μεῖστος: -η, -ον, υπερθ. του μείων, ο απολύτως μικρότερος, λιγότερος, σε Βίωνα.