ακροπόρφυρος: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκροπόρφυρος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει κόκκινες άκρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[πορφυρός]]].
|mltxt=[[ἀκροπόρφυρος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει κόκκινες άκρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[πορφυρός]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀκροπόρφυρος, -ον (Μ)
αυτός που έχει κόκκινες άκρες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + πορφυρός].