αλανάριστος: Difference between revisions

From LSJ

ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> (για το [[μαλλί]]) αυτός που δεν λαναρίστηκε, ο [[άξαστος]]<br /><b>2.</b> (για το [[λινοκαλάμι]]) [[ακαθάριστος]], [[αξεφλούδιστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>λαναριστός</i> <span style="color: red;"><</span> [[λαναρίζω]]].
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> (για το [[μαλλί]]) αυτός που δεν λαναρίστηκε, ο [[άξαστος]]<br /><b>2.</b> (για το [[λινοκαλάμι]]) [[ακαθάριστος]], [[αξεφλούδιστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>λαναριστός</i> <span style="color: red;"><</span> [[λαναρίζω]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:05, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο
1. (για το μαλλί) αυτός που δεν λαναρίστηκε, ο άξαστος
2. (για το λινοκαλάμι) ακαθάριστος, αξεφλούδιστος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + λαναριστός < λαναρίζω].