ἀλυσιτελής: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
(3)
(2)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἀλυσιτελής]]) αυτός που δεν αποφέρει [[ωφέλεια]] ή [[κέρδος]], [[ανώφελος]], [[ασύμφορος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για συμπτώματα ασθένειας) ο μη [[ευνοϊκός]], ο [[δυσμενής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λυσιτελής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλυσιτέλεια]]].
|mltxt=-ές (Α [[ἀλυσιτελής]]) αυτός που δεν αποφέρει [[ωφέλεια]] ή [[κέρδος]], [[ανώφελος]], [[ασύμφορος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για συμπτώματα ασθένειας) ο μη [[ευνοϊκός]], ο [[δυσμενής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λυσιτελής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλυσιτέλεια]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλῡσῐτελής:''' -ές, [[ανωφελής]], [[ακερδής]], μη [[προσοδοφόρος]], σε Ξεν.· επίρρ. <i>-λῶς</i>, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 17:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλῡσῐτελής Medium diacritics: ἀλυσιτελής Low diacritics: αλυσιτελής Capitals: ΑΛΥΣΙΤΕΛΗΣ
Transliteration A: alysitelḗs Transliteration B: alysitelēs Transliteration C: alysitelis Beta Code: a)lusitelh/s

English (LSJ)

ές,

   A unprofitable, Pl.Cra.417d, X.Oec.14.5, Polystr.p.18 W.; of a person, ἀ. τῇ πόλει Bato 2.9: Sup. -έστατος Aeschin.1.105. Adv. -λῶς X. Mem.1.7.2, Hierocl.in CA12p.447M., etc.    II Medic., unfavourable, of symptoms, Hp.Prog.14.

German (Pape)

[Seite 111] ές, nichts nützend, nichts einbringend, ἀνωφελὲς καὶ ἀλ. Plat. Crat. 417 d. Oefter bei den Rednern, auch schädlich. – Adv., Xen. Mem. 1, 7, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλῡσῐτελής: -ές, ἀνωφελής, Ἱππ. Προγν. 41, Πλάτ. Κρατ. 417D., Ξεν. Οἰκ. 14, 5, Βάτων ἐν «Ἀνδροφόνῳ» 1. 9: - ὑπερθετ. -έστατος, Αἰσχίν. 15. 8. - Ἐπίρρ. -λῶς, Ξεν. Ἀπομ. 1. 7, 2.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
désavantageux.
Étymologie: ἀ, λυσιτελής.

Spanish (DGE)

(ἀλῡσῐτελής) -ές
I 1desventajoso, no provechoso, que no merece la pena ἀλυσιτελεῖς αἱ γεωργίαι γίγνονται X.Vect.4.6, cf. Aen.Tact.39.7, de un matrimonio, I.AI 16.224
no provechoso, inútil Pl.Cra.417d, ἀλυσιτελῆ ποιῆσαι τοῖς ἀδίκοις τὴν αἰσχροκέρδειαν X.Oec.14.5, δικαιοσύνη Isoc.8.31, ἡ πρὸς ἑτερόφρονας εἰρήνη Cyr.Al.M.72.757A, τὰ δὲ κακὰ ἐκ τῶν ἐναντίων ... ἀλυσιτελῆ καὶ φαῦλα Chrysipp.Stoic.3.22, σπο[υδαῖ] αι πράξεις πολλά[κις ἀ] λυ[σ] ιτελεῖς Polystr.19.23, φίλος D.14.36, φιλία Plb.4.49.2, del bautismo arriano, Ath.Al.M.26.237B
c. dat., Bato 2.9.
2 perjudicial, dañino esp. en rel. c. la ciu. ἀλυσιτελέστατος πολίτης Aeschin.1.105
c. dat. ἐχθρὸν ἡγοῦντο τὸ δωροδοκεῖν καὶ ἀλυσιτελὲς τῇ πόλει D.19.275, πρᾶγμ' ἀλυσιτελὲς τῇ πόλει D.23.5, cf. Plb.28.6.4, ὑμῖν Ep.Hebr.13.17
en gener. πόλεμος Plb.11.4.7, ἡ οἴνου χρῆσις Ph.2.227, φασὶ γὰρ πρός σε γράφειμ με ἀεί τι καθ' αὑτῶν ἀλυσιτελές dicen que siempre te estoy escribiendo algo malo de ellos, PSI 441.21 (III a.C.).
3 de síntomas malo, desfavorable (πτύελον) τὸ λευκὸν ... ἀ. Hp.Prog.14, πταρμὸς οὐκ ἀ. Hp.Coac.393, cf. Thphr.Sud.4.
4 de mala calidad, de bajo valor de semillas PTeb.68.31 (II a.C.).
II adv. -ῶς sin provecho, sin beneficio βιώσεται X.Mem.1.7.2, c. dat. αὑτοῖς ἀ. ἔχειν D.61.3
desventajosamente ἀ. μὲν αὐτῷ, συμφερόντως δὲ σοί I.AI 15.192
ἐπὶ τῶν ἀ. γαμούντων Prou.Bodl.176.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and the base of λυσιτελεῖ; gainless, i.e. (by implication) pernicious: unprofitable.

English (Thayer)

(ἄλφα) τό, indeclinable: Revelation 22:13. See A.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀλυσιτελής) αυτός που δεν αποφέρει ωφέλεια ή κέρδος, ανώφελος, ασύμφορος
αρχ.
(για συμπτώματα ασθένειας) ο μη ευνοϊκός, ο δυσμενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + λυσιτελής.
ΠΑΡ. αλυσιτέλεια].

Greek Monotonic

ἀλῡσῐτελής: -ές, ανωφελής, ακερδής, μη προσοδοφόρος, σε Ξεν.· επίρρ. -λῶς, στον ίδ.