αλωνισμός: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
(3)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο [[αλωνίζω]]<br /><b>1.</b> το [[αλώνισμα]]<br /><b>2.</b> σκληρή [[μεταχείριση]], [[τιμωρία]].
|mltxt=ο [[αλωνίζω]]<br /><b>1.</b> το [[αλώνισμα]]<br /><b>2.</b> σκληρή [[μεταχείριση]], [[τιμωρία]].
}}
{{trml
|trtx====[[threshing]]===
Bulgarian: вършитба; Finnish: puinti; Galician: maza, malla; Greek: [[αλώνισμα]], [[αλωνισμός]]; Ancient Greek: [[ἁλοατός]], [[ἀλόησις]], [[ἀλοησμός]], [[ἀλοητός]], [[ἀλοίησις]], [[ἀλώησις]], [[ἁλωισμός]], [[ἁλωνία]], [[ἐκτιναγμός]], [[ῥαβδισμός]]; Italian: [[trebbiatura]]; Russian: [[молотьба]]; Turkish: harman; Ukrainian: молотьба
}}
}}

Revision as of 09:06, 19 January 2023

Greek Monolingual

ο αλωνίζω
1. το αλώνισμα
2. σκληρή μεταχείριση, τιμωρία.

Translations

threshing

Bulgarian: вършитба; Finnish: puinti; Galician: maza, malla; Greek: αλώνισμα, αλωνισμός; Ancient Greek: ἁλοατός, ἀλόησις, ἀλοησμός, ἀλοητός, ἀλοίησις, ἀλώησις, ἁλωισμός, ἁλωνία, ἐκτιναγμός, ῥαβδισμός; Italian: trebbiatura; Russian: молотьба; Turkish: harman; Ukrainian: молотьба