ἀναΐσσω: Difference between revisions

From LSJ

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀναΐσσω]] και συνηρ. [[ἀνᾴσσω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ορμώ]] [[επάνω]], [[αναπηδώ]]<br /><b>2.</b> σηκώνομαι [[επάνω]] για να μιλήσω<br /><b>3.</b> (για [[πηγή]]) [[αναβλύζω]] με [[ορμή]]<br /><b>4.</b> [[φεύγω]] [[ολοταχώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀΐσσω]], <i>ἄσσω</i>].
|mltxt=[[ἀναΐσσω]] και συνηρ. [[ἀνᾴσσω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ορμώ]] [[επάνω]], [[αναπηδώ]]<br /><b>2.</b> σηκώνομαι [[επάνω]] για να μιλήσω<br /><b>3.</b> (για [[πηγή]]) [[αναβλύζω]] με [[ορμή]]<br /><b>4.</b> [[φεύγω]] [[ολοταχώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀΐσσω]], <i>ἄσσω</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναΐσσω:''' [ᾰνᾱ-], συνηρ. <i>ἀν-ᾴσσω</i>· μέλ. <i>-αΐξω</i>, <i>-ᾴξω</i>, αόρ. αʹ <i>-ήιξα</i>, <i>-ῇξα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[αναπηδώ]], [[ξεκινώ]], [[αυξάνω]] [[γρήγορα]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για [[σκέψη]], στο ίδ.· λέγεται για [[πηγή]], [[ξεπηδώ]], [[αναβλύζω]], στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[πηδώ]] πάνω σε [[ἅρμα]], στο ίδ.
}}
}}

Revision as of 18:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναΐσσω Medium diacritics: ἀναΐσσω Low diacritics: αναΐσσω Capitals: ΑΝΑΪΣΣΩ
Transliteration A: anaḯssō Transliteration B: anaissō Transliteration C: anaisso Beta Code: a)nai/+ssw

English (LSJ)

[ᾰνᾱ], Att. contr. ἀνᾴσσω, used also by Pi.:—

   A start up, μὴ πρὶν ἀναΐξειαν Ἀρήϊοι υἷες Ἀχαιῶν Il.4.114; ὅτε δὴ . . ἀναΐξειεν Ὀδυσσεύς whenever he rose to speak, 3.216; of a spring, gush forth, 22.148: so in later Poets, μυελὸς στέρνων ἐντὸς ἀνᾴσσων springing fresh within the breast, A.Ag.77 cj. Herm., cf. Pers.96 cj. Brunck; ὀρθοὶ ἀνῇξαν πάντες E.Hel.1600; βωμὸς ἀνᾴσσων an altar rising up, Pi.O.13.107.—Rare in Prose, ἀναΐσσει νόσημα Hp.Prog.19; ἀνᾴξας, of a hare, X.Cyn.6.17.    2 c. acc., ἀναΐξας . . ἅρμα καὶ ἵππους having leapt upon it, Il.24.440.    3 Act., cause to start up, ἀνήϊξεν δὲ φέβεσθαι Opp.C.1.107.

German (Pape)

[Seite 190] att. ἀνᾴττω, auch ohne ι subscr., auf, in die Höhe fahren, sich rasch erheben, πηγαὶ ἀν., sprudeln auf, Iliad. 22, 148; Aesch. Ag. 77; auch mit dem acc., ἅρμα, auf den Wagen springen, Il. 24, 440; πήδημα τόδ' εὐπετῶς Aesch. Pers. 96, nach Emperius' emend.; λαὸς ἐς ἔριν λόγων Eur. Phoen. 1169, der auch ἀνῇξαν ὀρθοί, Hel. 1616 Bacch. 692, gerade aufspringen, sagt. – Mit dem inf., etwas beginnen, Opp. C. 1, 107. φέβεσθαι. Selten in Prosa, wie Xen. Cyn. 6, 17; Plut. Mar. 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναΐσσω: [ᾰνᾱ-], Ἀττ. συνῃρ. ἀνᾴσσω, ἐν χρήσει καὶ παρὰ Πινδ.: [ἴδε ἀΐσσω). Ἀναπηδῶ, ἀνορμῶ, μὴ πρὶν ἀναΐξειαν ... υἷες Ἀχαιῶν, «ἀνορμήσειαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 114· ὅτε δή ... ἀναΐξειεν Ὀδυσσεύς, «ἀνορμήσειεν ἀναστὰς» (Σχόλ.), Γ. 216· - ἐπὶ διανοήματος, ὡς δ’ ὅτ’ ἀναΐξῃ (ἄλλ. γρ. ἂν ἀΐξῃ) νόος ἀνέρος Ο. 80· ἐπὶ πηγῆς, ὅταν τὸ ὕδωρ ἀναπέμπηται μεθ’ ὁρμῆς πρὸς τὰ ἄνω, ἀναβλύζω) (ἴδε ἐν λέξ. πηγή), Χ. 148: - οὕτω παρὰ τοῖς μετέπειτα ποιηταῖς, μυελὸς στέρνων ἐντὸς ἀνᾴσσων, ἀναπηδῶν ἐντὸς τοῦ στήθους, Αἰσχύλ. Ἀγ. 77· ὀρθοὶ δ’ ἀνῇξαν πάντες Εὐρ. Ἑλ. 1600· βωμὸς ἀνᾴσσων, ὀρθούμενος, ὑψούμενος, Πινδ. Ο. 13. 153 (περὶ τοῦ ἐν Αἰσχύλ. Πέρς. 96, ἴδε ἀνάσσω ἐν τέλ.)· σπάνιον ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ἀναΐσσει νόσημα Ἱππ. Προγν. 43· ἀνᾴξας, ἐπὶ λαγωοῦ, Ξεν. Κυν. 6. 17. 2) μετ’ αἰτ., ἀναΐξας ... ἅρμα καὶ ἵππους, πηδήσας ἐπάνω, διὰ πηδήματος ἀναβάς, Ἰλ. Ω. 440. 3) μετ’ ἀπαρεμ., ἀρχίζω μετὰ προθυμίας νὰ πράξω τι, εἰσορμῶ, οὕτως εἰπεῖν «ῥίχνομαι» κοινῶς, Ὀππ. Κ. 1. 107.

French (Bailly abrégé)

p. contr. ἀνᾴσσω, att. ἀνᾴττω;
f. ἀναΐξω, ao. ἀνῇξα;
s’élancer : ἅρμα IL sur un char.
Étymologie: ἀνά, ἀΐσσω.

Spanish (DGE)

(ἀνᾱΐσσω) 1 abs. de pers. levantarse, erguirse, alzarse ὅτε δὴ ... ἀναΐξειεν Ὀδυσσεύς Il.3.216, cf. 4.114, ἔν τε τῷ ὕπνῳ οἶδα πολλοὺς ... ἀναΐσσοντας Hp.Morb.Sacr.1.8, ὀρθοὶ δ' ἀνῇξαν πάντες E.Hel.1600, cf. Rh.792, A.R.3.36, 4.1337, νέκυς Nonn.D.12.174
c. gen. ἔμφρων δ' ἀνᾴξας ὁ ξένος πεσήματος E.IT 315, θώκου Nonn.D.41.309.
2 abs. c. otros suj. surgir, saltar hacia arriba de una fuente fluir, Il.22.148, de la médula como fuente del vigor y energía juveniles, A.A.77 (pero cf. ἀνάσσω II 2)
de una liebre dar un brinco X.Cyn.6.17, cf. Opp.C.1.107
de una enfermedad surgir, brotar Hp.Prog.19.
3 c. ac. saltar sobre ἅρμα καὶ ἵππους Il.24.440
c. prep. y ac. fluir hacia τὸ αἷμα ... ἀναΐσσει ... ἐς τὴν καρδίην Hp.Virg.1.

Greek Monolingual

ἀναΐσσω και συνηρ. ἀνᾴσσω (Α)
1. ορμώ επάνω, αναπηδώ
2. σηκώνομαι επάνω για να μιλήσω
3. (για πηγή) αναβλύζω με ορμή
4. φεύγω ολοταχώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α)- + ἀΐσσω, ἄσσω].

Greek Monotonic

ἀναΐσσω: [ᾰνᾱ-], συνηρ. ἀν-ᾴσσω· μέλ. -αΐξω, -ᾴξω, αόρ. αʹ -ήιξα, -ῇξα·
1. αναπηδώ, ξεκινώ, αυξάνω γρήγορα, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για σκέψη, στο ίδ.· λέγεται για πηγή, ξεπηδώ, αναβλύζω, στο ίδ.
2. με αιτ., πηδώ πάνω σε ἅρμα, στο ίδ.