ἀνεξίκμαστος: Difference between revisions
ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.
(4) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνεξίκμαστος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] που δεν έχασε την [[ικμάδα]] του, δεν ξεράθηκε. | |mltxt=[[ἀνεξίκμαστος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] που δεν έχασε την [[ικμάδα]] του, δεν ξεράθηκε. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνεξίκμαστος:''' не утративший влажности, сочный ([[κολλώδης]] καὶ ἀ. Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A not dried up, Arist.Pr.928a29, cf. Gal.8.367.
German (Pape)
[Seite 224] nicht ausgetrocknet, Arist. probl. 21, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεξίκμαστος: -ον, ὁ μὴ ἀποβαλὼν τὴν ἑαυτοῦ ἰκμάδα, ὁ μὴ ἀποξηρανθείς, Ἀριστ. Προβλ. 21. 12, 4.
Spanish (DGE)
-ον
no seco, no desecado πυρωθὲν κολλῶδες γίνεται καὶ ἀ. (la masa) cuando se calienta se pone pegajosa y no se seca Arist.Pr.928a29, cf. Gal.8.367.
Greek Monolingual
ἀνεξίκμαστος, -ον (Α)
εκείνος που δεν έχασε την ικμάδα του, δεν ξεράθηκε.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεξίκμαστος: не утративший влажности, сочный (κολλώδης καὶ ἀ. Arst.).