ἄνους: Difference between revisions

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
(4)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν (AM [[ἄνους]] και [[ἄνοος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[άμυαλος]], [[ανόητος]]<br /><b>2.</b> [[επιπόλαιος]], [[ασύνετος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που πάσχει από [[άνοια]].
|mltxt=-ουν (AM [[ἄνους]] και [[ἄνοος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[άμυαλος]], [[ανόητος]]<br /><b>2.</b> [[επιπόλαιος]], [[ασύνετος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που πάσχει από [[άνοια]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄνους:''' -ουν, συνηρ. αντί [[ἄνοος]].
}}
}}

Revision as of 20:25, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνους Medium diacritics: ἄνους Low diacritics: άνους Capitals: ΑΝΟΥΣ
Transliteration A: ánous Transliteration B: anous Transliteration C: anous Beta Code: a)/nous

English (LSJ)

ουν, contr. for ἄνοος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνους: ουν, (= ἀνούατος, ἄωτος, ἄνευ ὠτὸς ἤτοι λαβῆς) Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν [ἡδυπότ]ιον, ὃ ἀνέθηκε Κτησικλῆς, ἄνους... ἄνουν Bull. de cor. hell. II. σ. 425.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. ἄνοος.

Spanish (DGE)

v. ἄνοος.

Greek Monolingual

-ουν (AM ἄνους και ἄνοος, -ον)
1. άμυαλος, ανόητος
2. επιπόλαιος, ασύνετος
νεοελλ.
αυτός που πάσχει από άνοια.

Greek Monotonic

ἄνους: -ουν, συνηρ. αντί ἄνοος.