ἀπολιχμάομαι: Difference between revisions
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπολιχμάομαι]] (Α)<br />[[γλείφω]]. | |mltxt=[[ἀπολιχμάομαι]] (Α)<br />[[γλείφω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπολιχμάομαι:''' αποθ., [[ἀπολείχω]], [[καθαρίζω]], γλείφοντας, [[αἷμα]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:36, 30 December 2018
English (LSJ)
A lick off, αἷμα Il.21.123:—later in Act., D.H.1.79. II lick, τὸ πρόσωπον Longus 1.5.
German (Pape)
[Seite 312] ablecken, Il. 21, 123 οἵ σ' ὠτειλὴν αἷμ' ἀπολιχμήσονται; Sp. auch activ., τὸν πηλὸν ἀπελίχμα αὐτῶν D. Hal. 1, 79.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολιχμάομαι: ἀποθ. = ἀπολείχω, αἷμα Ἰλ. Φ. 123· τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ παρὰ Διον. Ἁλ. 1. 79. ΙΙ. λείχω, τὸ πρόσωπον Λόγγ. 1. 5.
Spanish (DGE)
chupar, lamer, αἷμα Il.21.123, τὸ πρόσωπον Longus 1.5.2
•tard. en v. act. τῇ γλώττῃ τὸν πηλόν Fabius Pictor 4b.6.
Greek Monolingual
ἀπολιχμάομαι (Α)
γλείφω.
Greek Monotonic
ἀπολιχμάομαι: αποθ., ἀπολείχω, καθαρίζω, γλείφοντας, αἷμα, σε Ομήρ. Ιλ.