ἀπρόσδεκτος: Difference between revisions
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
(6) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπρόσδεκτος]], -ον [[προσδέχομαι]]<br /><b>1.</b> ο [[ανεπιθύμητος]]<br /><b>2.</b> ο [[απαράδεκτος]]. | |mltxt=[[ἀπρόσδεκτος]], -ον [[προσδέχομαι]]<br /><b>1.</b> ο [[ανεπιθύμητος]]<br /><b>2.</b> ο [[απαράδεκτος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπρόσδεκτος:''' <b class="num">1)</b> неприступный (Aesch. - v. l. к [[ἀπρόσδεικτος]]);<br /><b class="num">2)</b> неприемлемый ([[ἐπιφορά]] Sext.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A inadmissible, BGU 1113.21 (i B. C.), S.E.P.2.229. II Act., not giving heed to, συμβουλίας Phld.Vit.p.34J., dub. in Id.D.3.Fr.42; unacceptable, Plb.36.12.4; θυσία IG3.73.14, 74.8; εὐχὴ ἀ. ὑπὸ θεοῦ Porph.Marc.24.
German (Pape)
[Seite 339] nicht aufnehmend, unwirthbar, Aesch. Suppl. 775, zw.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόσδεκτος: -ον, ἀνένδεκτος, ἀπαράδεκτος, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 229· ὁ μὴ εὐπρόσδεκτος, ἐλεημοσύνη γὰρ ἡ ἐκ τούτων ἀπρόσδεκτος τῷ θεῷ, καθὰ καὶ ἐκ μισθοῦ πόρνης Εὐστ. Πονημάτ. 70. 95.
Spanish (DGE)
-ον
1 de pers. no recibido o admitido c. dat. de lugar διαγγελθήτω πάσῃ τῇ κώμῃ ἀπρόσδεκτον αὐτὸν εἶναι πρὸς πᾶσαν κοινωνίαν Basil.Ep.288.11, cf. Ammon.Ac.M.85.1537D
•c. dat. agente ταῖς ἀδελφότησιν Basil.M.31.1009A.
2 de abstr. inadmisible, inaceptable φύσει μὲν ἀπρόσδεκτός ἐστιν ὁ τοιοῦτος λόγος tal razonamiento es inadmisible por naturaleza Plb.36.12.4, ἔνκλησιν ἄκυρον καὶ ἀπρόσδεκτον καθ[ό] λ[ο] υ εἶναι BGU 1113.21 (I a.C.), cf. POxy.268.18 (I d.C.), BGU 2051.19 (II d.C.)
•ἐπιφορὰ ἀ. inferencia inaceptable S.E.P.2.229, λόγος ... ἐπί τι ἀπρόσδεκτον ἡμᾶς ἄγει el argumento nos conduce hacia algo inadmisible S.E.P.2.231
•c. dat. ἐλεημοσύνη γὰρ ἡ ἐκ τούτων ἀπρόσδεκτος τῷ θεῷ Eust.Op.70.95
•c. rég. prep. ἀ. ἡ θυσία παρὰ τοῦ θεοῦ el sacrificio (es) inadmisible por Dios, IG 22.1365.14 (I d.C.), 1366.8 (I d.C.), εὐχὴ ἀ. ... ὑπὸ τοῦ θεοῦ Porph.Marc.24.
3 que no presta atención a c. gen. συμβουλίας Aristo Phil.14.4.
Greek Monolingual
ἀπρόσδεκτος, -ον προσδέχομαι
1. ο ανεπιθύμητος
2. ο απαράδεκτος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπρόσδεκτος: 1) неприступный (Aesch. - v. l. к ἀπρόσδεικτος);
2) неприемлемый (ἐπιφορά Sext.).