ἀρειότερος: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(6) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀρειότερος]], -α, -ον (Α)<br />[[αρείων]]. | |mltxt=[[ἀρειότερος]], -α, -ον (Α)<br />[[αρείων]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀρειότερος:''' -α, -ον, = [[ἀρείων]], σε Θέογν. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον, prob.
A = ἀρείων, Thgn.548, etc.; cf. Ἄρειος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρειότερος: -α, -ον, μεταγεν. τύπος τοῦ ἀρείων, Θέογν. 548, κτλ.
Spanish (DGE)
-α, -ον
1 preferible τῷ δὲ δικαίῳ τῆς εὐεργεσίης οὐδὲν ἀρειότερον Thgn.548, οἶδας Ἀθήνην ... ἀρειοτέρην Διονύσου Nonn.D.20.215.
2 subst. ὁ ἀ. el mejor τίς σε δίδαξεν ἀρειοτέροισιν ἐρίζειν; Nonn.D.19.316, εἶξον ἀρειοτέροισι AP 9.656.11.
Greek Monolingual
ἀρειότερος, -α, -ον (Α)
αρείων.
Greek Monotonic
ἀρειότερος: -α, -ον, = ἀρείων, σε Θέογν.