αὐτίτης: Difference between revisions
(7) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[αὐτίτης]], ο (Α) αυτός<br /><b>1.</b> [[μόνος]] του, από [[μόνος]] του<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> (για [[κρασί]]) σπιτικό [[κρασί]]. | |mltxt=[[αὐτίτης]], ο (Α) αυτός<br /><b>1.</b> [[μόνος]] του, από [[μόνος]] του<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> (για [[κρασί]]) σπιτικό [[κρασί]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αὐτίτης:''' (ῑ) живущий сам по себе, особняком (αὐ. καὶ [[μονώτης]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, (
A αὐτόσ by oneself, alone, Arist.Fr.668. II as Subst., αὐτίτης (sc. οἶνος), ὁ, home-made wine, Telecl.9, Polyzel.1, Hp.Morb.3.14.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτίτης: [ῑ], -ου, ὁ, (αὐτὸς) ὁ καθ’ ἑαυτόν, μονήρης, Ἀριστ. παρὰ Δημ. Φαλ. 144. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., αὐτίτης (ἐνν. οἶνος) ὁ, αὐθιγενής, ἐντόπιος, ἐπιχώριος, Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφικτύοσι» 9, ἀπαράχυτος, ἀμιγής, ἁγνός, «οἶνος αὐτίτην τὸν ἀπαράχυτον ὡς καὶ Πολύζηλος ἐν Δημοτυνδάρεῴ φησιν» Ἀποσπ. Κωμ. Meineke τόμ. Β΄, σ. 477˙ ἔκδ. ἐλάσσων, Ἱππ. 492. 4.
Spanish (DGE)
-ου
1 solitario αὐ. καὶ μονώτης εἰμί Arist.Fr.668, cf. Demetr.Eloc.164, Ἀριστοτέλης τὸν αὐτίτην (ἔφη) οἷον τὸν μόνον ὄντα Demetr.Eloc.97.
2 ὁ αὐ. (sc. οἶνος) vino del país, vino de la tierra Telecl.9, Polyzel.1.
3 del mismo año οἶνος αὐ. vino nuevo Hp.Morb.3.14, Hp. en Gal.19.87; cf. αὐτοετίτης.
Greek Monolingual
αὐτίτης, ο (Α) αυτός
1. μόνος του, από μόνος του
2. ως ουσ. (για κρασί) σπιτικό κρασί.
Russian (Dvoretsky)
αὐτίτης: (ῑ) живущий сам по себе, особняком (αὐ. καὶ μονώτης Arst.).