γίγαντας: Difference between revisions

m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(8)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. γιγάντισσα, η) (AM [[γίγας]], ο)<br /><b>πληθ.</b> <i>Γίγaντες</i>, <i>οι</i><br />μυθικά [[παιδιά]] της Γαίας, άγρια [[φυλή]] που καταστράφηκε από τους θεούς<br /><b>μσν.-νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> υπερβολικά [[μεγαλόσωμος]]<br /><b>2.</b> υπερβολικά [[δυνατός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ρωμαλέος]], [[ηρωικός]]<br /><b>2.</b> (στα παραμύθια) [[δράκος]], [[ανθρωποφάγος]]<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> <i>γίγαντες</i>, <i>οι</i><br />[[ποικιλία]] μεγάλων φασολιών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> [[ισχυρός]] («Ζεφύρου γίγαντος αὒρᾳ»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως η λ. προήλθε από το προελληνικό [[υπόστρωμα]]. Χαρακτηρίζεται από αναδιπλασιασμό και φέρει [[επίθημα]] -<i>αντ</i> - (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Άβαντες</i>, <i>αλίβαντες</i>, <i>Κορύβαντες</i> <b>κ.ά.</b>). Κατ' άλλους συνδέεται με λεττ. <i>g</i><i>ā</i><i>gans</i> «μακρύ [[σχοινί]], [[γίγαντας]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[γιγάντειος]], [[γιγαντιαίος]], [[γιγαντικός]], [[γιγάντιος]], [[γιγαντώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[γιγαντιώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γιγαντεύομαι]], [[γιγάντινος]], [[γιγαντισμός]], [[γιγαντώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[γιγαντομαχία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[γιγαντολέτης]], [[γιγαντολέτωρ]], [[γιγαντοφθόρος]], [[γιγαντοφόνος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[γιγαντογενής]], [[γιγαντόκτιστος]], [[γιγαντοπάλαμος]], [[γιγαντόχειρ]]<br /><b>μσν.-νεοελλ.</b> [[γιγαντοδύναμος]], [[γιγαντόσωμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γιγανταιώρημα]], [[γιγαντόκορμος]], [[γιγαντομαχώ]], [[γιγαντοφυΐα]]].
|mltxt=ο (θηλ. γιγάντισσα, η) (AM [[γίγας]], ο)<br /><b>πληθ.</b> <i>Γίγaντες</i>, <i>οι</i><br />μυθικά [[παιδιά]] της Γαίας, άγρια [[φυλή]] που καταστράφηκε από τους θεούς<br /><b>μσν.-νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> υπερβολικά [[μεγαλόσωμος]]<br /><b>2.</b> υπερβολικά [[δυνατός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ρωμαλέος]], [[ηρωικός]]<br /><b>2.</b> (στα παραμύθια) [[δράκος]], [[ανθρωποφάγος]]<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> <i>γίγαντες</i>, <i>οι</i><br />[[ποικιλία]] μεγάλων φασολιών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> [[ισχυρός]] («Ζεφύρου γίγαντος αὒρᾳ»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως η λ. προήλθε από το προελληνικό [[υπόστρωμα]]. Χαρακτηρίζεται από αναδιπλασιασμό και φέρει [[επίθημα]] -<i>αντ</i> - ([[πρβλ]]. <i>Άβαντες</i>, <i>αλίβαντες</i>, <i>Κορύβαντες</i> <b>κ.ά.</b>). Κατ' άλλους συνδέεται με λεττ. <i>g</i><i>ā</i><i>gans</i> «μακρύ [[σχοινί]], [[γίγαντας]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[γιγάντειος]], [[γιγαντιαίος]], [[γιγαντικός]], [[γιγάντιος]], [[γιγαντώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[γιγαντιώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γιγαντεύομαι]], [[γιγάντινος]], [[γιγαντισμός]], [[γιγαντώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[γιγαντομαχία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[γιγαντολέτης]], [[γιγαντολέτωρ]], [[γιγαντοφθόρος]], [[γιγαντοφόνος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[γιγαντογενής]], [[γιγαντόκτιστος]], [[γιγαντοπάλαμος]], [[γιγαντόχειρ]]<br /><b>μσν.-νεοελλ.</b> [[γιγαντοδύναμος]], [[γιγαντόσωμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γιγανταιώρημα]], [[γιγαντόκορμος]], [[γιγαντομαχώ]], [[γιγαντοφυΐα]]].
}}
}}