γυιοπαγής: Difference between revisions
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
(8) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γυιοπαγής]], -ές (Α)<br />αυτός που παγώνει ή ναρκώνει τα [[μέλη]] του σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γυίον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αρτιπαγής]], [[συμπαγής]])]. | |mltxt=[[γυιοπαγής]], -ές (Α)<br />αυτός που παγώνει ή ναρκώνει τα [[μέλη]] του σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γυίον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αρτιπαγής]], [[συμπαγής]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γυιοπᾰγής:''' -ές ([[πήγνυμι]]), αυτός που συσφίγγει, σκληραίνει, αποναρκώνει τα [[μέλη]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A stiffening the limbs, νιφάς AP6.219 (Antip.); κάματοι IG3.779.6.
German (Pape)
[Seite 508] νιφάς, die Glieder erstarren machend. Antip. Sid. 27 (VI, 219).
Greek (Liddell-Scott)
γυιοπᾰγής: -ές, ὁ σκληρύνων, ἀποναρκῶν τὰ μέλη, νιφὰς Ἀνθ. ΙΙ. 6. 219· κάματοι Ἐπιγρ. Ἑλλ. 853. 6.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui engourdit les membres.
Étymologie: γυῖον, πήγνυμι.
Spanish (DGE)
(γυιοπᾰγής) -ές
que pone rígidos los miembros, que los paraliza νιφάς AP 6.219.6 (Antip.Sid.), κάματοι IG 22.3783.6 (II a.C.).
Greek Monolingual
γυιοπαγής, -ές (Α)
αυτός που παγώνει ή ναρκώνει τα μέλη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + -παγής < πήγνυμι (πρβλ. αρτιπαγής, συμπαγής)].
Greek Monotonic
γυιοπᾰγής: -ές (πήγνυμι), αυτός που συσφίγγει, σκληραίνει, αποναρκώνει τα μέλη, σε Ανθ.