δαϊκτήρ: Difference between revisions
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
(8) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δαϊκτήρ]] (-ῆρος), ο (Α) [[δαΐζω]] (Ι)]<br /><b>1.</b> αυτός που σκοτώνει (για τον Άρη)<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> ο σπαραχτικός («δαϊκτὴρ [[γόος]]», Αιοχ). | |mltxt=[[δαϊκτήρ]] (-ῆρος), ο (Α) [[δαΐζω]] (Ι)]<br /><b>1.</b> αυτός που σκοτώνει (για τον Άρη)<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> ο σπαραχτικός («δαϊκτὴρ [[γόος]]», Αιοχ). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δᾰϊκτήρ:''' -ῆρος, ὁ, [[φονιάς]]· ως επίθ., αυτός που σπαράζει την [[καρδιά]], που ξεσχίζει την [[καρδιά]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A slayer, murderer, of Ares, Alc.28. 2 as Adj., heart-rending, γόος A.Th.916 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 514] ῆρος, ὁ, γόος, herzzerreißende Trauer, Aesch. Spt. 899.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰϊκτήρ: ῆρος, ὁ, φονεύς, ὁ φονεύων ἐπὶ τοῦ Ἄρεως, Ἀλκαῖ. 20 Ahr. 2) ὡς ἐπίθ., σπαράσσων, φθείρων, γόος Αἰσχύλ. Θήβ. 916· πρβλ. δαϊκτής, δαΐκτωρ.
French (Bailly abrégé)
ῆρος;
adj. m.
déchirant (gémissement).
Étymologie: δαΐζω.
Spanish (DGE)
-ῆρος
desgarrador, γόος A.Th.916
•c. gen. τῆς καρδίας μου Sch.A.Supp.798.
Greek Monolingual
δαϊκτήρ (-ῆρος), ο (Α) δαΐζω (Ι)]
1. αυτός που σκοτώνει (για τον Άρη)
2. ως επίθ. ο σπαραχτικός («δαϊκτὴρ γόος», Αιοχ).
Greek Monotonic
δᾰϊκτήρ: -ῆρος, ὁ, φονιάς· ως επίθ., αυτός που σπαράζει την καρδιά, που ξεσχίζει την καρδιά, σε Αισχύλ.