δαπανώ: Difference between revisions

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
(8)
 
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM δαπανῶ, -άω) [[δαπάνη]]<br /><b>1.</b> [[ξοδεύω]], [[καταναλίσκω]] χρήματα ή άλλα είδη<br /><b>2.</b> [[σπαταλώ]], [[αφήνω]] να χάνεται [[κάτι]] («[[δαπανώ]] τον καιρό μου»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[φθείρω]], [[καταστρέφω]] («τὰ δάκρυα δαπανοῡν με», «φλὸξ δαπανᾷ [[πάντα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναγκάζω]] κάποιον να κάνει έξοδα.
|mltxt=(AM δαπανῶ, -άω) [[δαπάνη]]<br /><b>1.</b> [[ξοδεύω]], [[καταναλίσκω]] χρήματα ή άλλα είδη<br /><b>2.</b> [[σπαταλώ]], [[αφήνω]] να χάνεται [[κάτι]] («[[δαπανώ]] τον καιρό μου»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[φθείρω]], [[καταστρέφω]] («τὰ δάκρυα δαπανοῦν
με», «φλὸξ δαπανᾷ [[πάντα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναγκάζω]] κάποιον να κάνει έξοδα.
}}
}}

Revision as of 14:20, 27 March 2021

Greek Monolingual

(AM δαπανῶ, -άω) δαπάνη
1. ξοδεύω, καταναλίσκω χρήματα ή άλλα είδη
2. σπαταλώ, αφήνω να χάνεται κάτιδαπανώ τον καιρό μου»)
αρχ.-μσν.
1. φθείρω, καταστρέφω («τὰ δάκρυα δαπανοῦν

με», «φλὸξ δαπανᾷ πάντα»)
αρχ.
αναγκάζω κάποιον να κάνει έξοδα.