δημούχος: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισις → Silentiumque sapienti est responsio → Denn Schweigen ist für Weise deutlicher Bescheid
(9) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=δημοῦχος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για θεότητες) αυτός ή αυτή που προστατεύει τον λαό<br /><b>2.</b> ο [[ιδιοκτήτης]] γης ή ο [[προστάτης]] της. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:55, 13 June 2022
Greek Monolingual
δημοῦχος, -ον (Α)
1. (για θεότητες) αυτός ή αυτή που προστατεύει τον λαό
2. ο ιδιοκτήτης γης ή ο προστάτης της.