διδράσκω: Difference between revisions
Ὅπου βία πάρεστιν, οὐ σθένει νόμος → Quo vis irrumpit, ibi nihil leges valent → Da, wo Gewalt obherrscht, ist kein Gesetz in Kraft
(9) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διδράσκω]] (Α)<br />[[δραπετεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τύποι [[διδράσκω]], [[δρόμος]], [[άδραστος]], [[δραπέτης]] απαρτίζουν ενδιαφέρουσα [[ομάδα]] λέξεων που ανάγονται πιθ. σε αρχική IΕ [[ρίζα]] <i>der</i>- «[[τρέχω]]». Υποστηρίζεται ότι η μηδενισμένη [[μορφή]] της ρίζας (παρεκτεταμένη με -<i>e∂</i><sub>2</sub>-: <i>dr</i>-<i>e∂</i><sub>2</sub>- >) <i>dr</i><i>ā</i>- απαντά στον αθέματο αναδιπλασιασμένο ενεστώτα <i>δι</i>-<i>δρᾱ</i>-<i>σκ</i>-<i>ω</i> με [[επίθημα]] -<i>σκ</i>- και στον αόρ. <i>έ</i>-<i>δρᾱ</i>-<i>ν</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και [[δρασμός]], [[άδραστος]]). Ο αόρ. <i>έδραμον</i>, <i>δραμείν</i>, ως ενεστώτας του οποίου λειτουργεί το [[τρέχω]], ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>drm</i>- της ρίζας <i>dr</i>-<i>em</i> (μηδενισμένη [[μορφή]] της <i>der</i>-, παρεκτεταμένη σε -<i>em</i>-), η οποία λειτουργεί ως [[απαθής]], ο δε τ. [[δρόμος]] <span style="color: red;"><</span> <i>drom</i>- σε ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της <i>drem</i>-. Τέλος, στον ενεστώτα [[δρασκάζω]] απαντά και δεύτερο [[επίθημα]] -<i>αζ</i>-]. | |mltxt=[[διδράσκω]] (Α)<br />[[δραπετεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τύποι [[διδράσκω]], [[δρόμος]], [[άδραστος]], [[δραπέτης]] απαρτίζουν ενδιαφέρουσα [[ομάδα]] λέξεων που ανάγονται πιθ. σε αρχική IΕ [[ρίζα]] <i>der</i>- «[[τρέχω]]». Υποστηρίζεται ότι η μηδενισμένη [[μορφή]] της ρίζας (παρεκτεταμένη με -<i>e∂</i><sub>2</sub>-: <i>dr</i>-<i>e∂</i><sub>2</sub>- >) <i>dr</i><i>ā</i>- απαντά στον αθέματο αναδιπλασιασμένο ενεστώτα <i>δι</i>-<i>δρᾱ</i>-<i>σκ</i>-<i>ω</i> με [[επίθημα]] -<i>σκ</i>- και στον αόρ. <i>έ</i>-<i>δρᾱ</i>-<i>ν</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και [[δρασμός]], [[άδραστος]]). Ο αόρ. <i>έδραμον</i>, <i>δραμείν</i>, ως ενεστώτας του οποίου λειτουργεί το [[τρέχω]], ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>drm</i>- της ρίζας <i>dr</i>-<i>em</i> (μηδενισμένη [[μορφή]] της <i>der</i>-, παρεκτεταμένη σε -<i>em</i>-), η οποία λειτουργεί ως [[απαθής]], ο δε τ. [[δρόμος]] <span style="color: red;"><</span> <i>drom</i>- σε ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της <i>drem</i>-. Τέλος, στον ενεστώτα [[δρασκάζω]] απαντά και δεύτερο [[επίθημα]] -<i>αζ</i>-]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διδράσκω:''' [[ξεφεύγω]], [[δραπετεύω]] (αναδιπλ. από √<i>ΔΡΑ</i>, από όπου τα σύνθ. ἀπο-[[δρᾶναι]] κ.λπ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:12, 30 December 2018
English (LSJ)
A run away, Hsch.: pf., δέδρᾱκα τοῦ καπηλείου Eun.Hist. p.255 D.: aor. imper. δράντων prob. l. in Tab.Defix.Aud.26 (Crete, iii B. C.); part. δράσαντα POxy.1423.6 (iv A. D.); but mostly found in compds., esp. ἀπο-.
Greek (Liddell-Scott)
διδράσκω: εὑρισκόμενον μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις ἀπο-, συναπο-, δια-, ἐκ-διδράσκω, πλὴν ὅτι ὁ Ἡσύχ. ἔχει «διδράσκων· φεύγων». (Κατ’ ἀναδιπλασ. ἐκ τῆς √ΔΡΑ, ἐξ ἧς ἀποδρᾶναι, δρασμός, ἄδραστος, δρᾱπέτης· πρβλ. Σανσκρ. drâ, drâmi (fugio), ap- adram (ἀπέδραν)· τὰ δρᾰμεῖν, δρόμος, κτλ., παράγονται πιθανῶς ἐκ συγγενοῦς ῥίζης, Κούρτ. ἀρ. 275).
French (Bailly abrégé)
s’éloigner en courant.
Étymologie: DELG apparenté à δραμεῖν.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. part. δράσαντα POxy.1423.6 (IV d.C.); perf. ind. δέδρακα Eun.Hist.62.2]
huir, escapar λέγων ὅτι μὴ μέλλοι διδράσκειν Socr.Ep.16.1, ἐὰν δὲ ἀργήσῃ ἡ παιδίσκη Σωτηρὶς ἢ δράσῃ [ἢ ἀ] σθενήσῃ Stud.Pal.22.36.13 (II d.C.), ἐπιτρέπω δοῦλόν μου Μάγνον ... δράσαντα ... ἀγαγεῖν POxy.l.c., cf. Hsch.s.u. διδράσκων, δ 2315
•c. gen. δεδρακότες τοῦ καπηλείου Eun.l.c.
• Etimología: Pres. red. de *dreHu̯2-, tema que da lugar a ai. drāti y, en grado ø *drHu̯2°-, a ai. drutá-, gót. trudan.
Greek Monolingual
διδράσκω (Α)
δραπετεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τύποι διδράσκω, δρόμος, άδραστος, δραπέτης απαρτίζουν ενδιαφέρουσα ομάδα λέξεων που ανάγονται πιθ. σε αρχική IΕ ρίζα der- «τρέχω». Υποστηρίζεται ότι η μηδενισμένη μορφή της ρίζας (παρεκτεταμένη με -e∂2-: dr-e∂2- >) drā- απαντά στον αθέματο αναδιπλασιασμένο ενεστώτα δι-δρᾱ-σκ-ω με επίθημα -σκ- και στον αόρ. έ-δρᾱ-ν (πρβλ. και δρασμός, άδραστος). Ο αόρ. έδραμον, δραμείν, ως ενεστώτας του οποίου λειτουργεί το τρέχω, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα drm- της ρίζας dr-em (μηδενισμένη μορφή της der-, παρεκτεταμένη σε -em-), η οποία λειτουργεί ως απαθής, ο δε τ. δρόμος < drom- σε ετεροιωμένη βαθμίδα της drem-. Τέλος, στον ενεστώτα δρασκάζω απαντά και δεύτερο επίθημα -αζ-].
Greek Monotonic
διδράσκω: ξεφεύγω, δραπετεύω (αναδιπλ. από √ΔΡΑ, από όπου τα σύνθ. ἀπο-δρᾶναι κ.λπ.).